Και αυτή η τεράστια ανατροπή των προοπτικών εγκαινιάζεται με τη δίψα για την Ελλάδα. Ακόμα και όταν το αρχαίο πρότυπο θεωρήθηκε απόλυτο μέτρο και υποτιμήθηκε οτιδήποτε δεν συμμορφωνόταν με αυτό -όπως στην κλασικιστική ιδεολογία- αυτή η απόπειρα δεν κατόρθωσε ποτέ να ανασυστήσει το κλειστό σύμπαν των παραδοσιακών πολιτισμών. Άλλωστε, η διαρκής επανερμηνεία της ίδιας της Ελλάδας καθιστούσε αδύνατη αυτή την παγίωση και αυτή την πετρωμένη ακινησία της «αλήθειας» ή της ομορφιάς σύμφωνα με «κανόνες» αυθαίρετα αποκομμένους από το γίγνεσθαι και που ο κλασικισμός αναγόρευσε σε κανόνες της δημιουργίας.

Προκειμένου να παραστήσει μορφικά την ανακάλυψη του ανθρώπου και του κόσμου, ο ανθρωπισμός χρειαζόταν ένα συμβολικό υλικό που να ικανοποιεί απόλυτα την αισθητηριακή εποπτεία, που να είναι συγκεκριμένα ανθρώπινο δίχως να υπόκειται στις διακυμάνσεις του χρόνου, που να ενσαρκώνει το ανθρώπινο, στη γυμνότητά του, χωρίς να το φορτώνει με πέπλα ή ενδύματα. Και αυτός ο κόσμος ήταν ο ελληνικός κόσμος: αν η Αρχαιότητα μπορούσε να προσφέρει έναν ασύγκριτο κόσμο συμβόλων -από τον Ηρακλή του Σαλουτάτι μέχρι τον Οιδίποδα του Φρόιντ- ήταν γιατί το ανθρώπινο ιδανικό σε όλη του την καθαρότητα είχε υπάρξει σ’ αυτήν ως εμπειρία και γιατί οτιδήποτε ανάγεται στην ιστορία είχε ήδη μετασχηματισθεί μέσα από την τέχνη και τον μύθο.