Τόσο ο τρόμος του Μεσαίωνα απέναντι στον παγανισμό όσο και η φλογερή επιθυμία του ανθρωπισμού γι’ αυτόν οφείλονταν στην αίσθηση της παρουσίας θεοτήτων θεμελιακά διαφορετικών και για τις οποίες δεν μπορούσε κανείς παρά να τρέφει συναισθήματα αποστροφής ή έλξης. Η στενή σχέση με τους «αρχαίους» διέρρηξε τη μαγική γοητεία του ταμπού και έθεσε τα θεμέλια για τη σταδιακή ανακάλυψη του ανθρώπινου χώρου και χρόνου. «Ανασταίνοντας τους νεκρούς», ο ανθρωπισμός επεξεργάστηκε τις προκείμενες μιας συγκριτικής επιστήμης των πολιτισμών, των θρησκειών και των τεχνών, των ηθικών και των φιλοσοφιών, και αυτή η παγκόσμια καταγραφή φέρνει ήδη μέσα της τα σπέρματα της μελλοντικής ενότητας του ανθρώπινου γένους.

Παρασυρμένο στη δίνη αυτών των διαδοχικών «αναγεννήσεων», ολόκληρο το παρελθόν ενσωματώθηκε σταδιακά στη ζωντανή εμπειρία του παρόντος και μετατράπηκε σε ένα θαυμάσιο ερευνητικό εργαλείο: σε κάθε καινούργιο αυτοπροσδιορισμό της νεωτερικότητας αντιστοιχεί μια αμφισβήτηση της άμεσης παράδοσης και ταυτόχρονα μια αυτοκριτική του παρόντος και μια επανεκτίμηση του παρελθόντος, μια ιδιοποίηση των όποιων τμημάτων της παγκόσμιας ιστορίας, παρελθούσας ή παρούσας, από τους «άγριους» του Μονταίνιου και του Ρουσσώ μέχρι τους προσωκρατικούς του Νίτσε, από την Κίνα του Λάιμττνιτς και του Μαλλαρμέ και την Ινδία του Σλέγκελ, μέχρι τους «γοτθικούς» του ρομαντισμού και τους Νέγρους του Πικάσο. Είναι αυτή ακριβώς η προοπτική αναζήτηση της ετερότητας -προφητισμός που στρέφεται στο παρελθόν, νοσταλγία των προγόνων που προβάλλεται στο μέλλον- που έκανε δυνατό το παγκόσμιο μουσείο και πραγματικά οικουμενική την ιστορία.