Ἐπιπλέον, ἡ ὑποκρισία προϋποθέτει ἀπόκρυψη, ἀλλὰ ὁ Γρηγόριος οὔτε κἂν μποροῦσε νὰ ἀποκρύψει τὸν γάμο του, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ ἀνοιχτὰ ὁμολογοῦσε ὅτι μετάνοιωσε. Περαιτέρω, εἶναι γνωστὸ πὼς εἶχε παντρευτεῖ σὲ νεαρὴ ἡλικία, ὁπότε δὲν εἶχε ἀκόμη διαμορφώσει τὴν γνώμη του γιὰ τὰ σχετικὰ ζητήματα. Ἀλλὰ οἱ ‘ἔξυπνοι’ εἶναι καὶ πάνσοφοι, καὶ ποτὲ δὲν ἀλλάζουν γνώμη. Ἴσως γι’ αὐτὸ καταφεύγουν σὲ ad hominem ἐπιθέσεις.

Ὅμως κι ἂν ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὑπῆρξε ὑποκριτὴς ὁ μεγαλύτερος, ἀπὸ μόνο του αὐτὸ δὲν θὰ ζημίωνε τὶς ἀπόψεις του — ὅπως ἀκριβῶς ὑποδεικνύει ὁ Χριστός: νὰ καταλαβαίνεις καὶ νὰ ἀκολουθεῖς ὅσα λέει ὁ ὑποκριτής, ἂν εἶναι ἀληθινά, καὶ νὰ ἀδιαφορεῖς γιὰ ὅσα πράττει ὁ ἴδιος (Ματ. 23.3). Ἀλλὰ εἴπαμε, οἱ ‘ἔξυπνοι’ εἶναι καὶ πάνσοφοι, καὶ ἀρκοῦνται στὸν ἑαυτό τους.

Ἤδη ὁ Μ. Ἀθανάσιος συνδέει τὸν γάμο μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, ἐξηγῶντας ὅτι “ὁ προηγούμενος σκοπὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ μὴ γεννιόμαστε μέσα ἀπὸ τὸν γάμο καὶ τὴν φθορά, ὅμως ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς εἰσήγαγε τὸν γάμο” (Μ. Ἀθανάσιος, Εἰς Ψαλμούς, PG 27, 240).

Πρβλ. ὁμοίως τὸν Χρυσόστομο, Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 123: “μετὰ τὴν παράβαση ἐπῆλθαν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν συνουσία, γιατὶ ὣς τότε ζοῦσαν στὸν παράδεισο ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι, χωρὶς νὰ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς σάρκας, χωρὶς νὰ πολιορκοῦνται ἀπὸ ἄλλα πάθη, χωρὶς νὰ ὑπόκεινται σὲ ἀνάγκες τῆς φύσης, ἀλλὰ ἔχοντας δημιουργηθεῖ τελείως ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι, κι ἔτσι δὲν χρειάζονταν κἂν περιβολὴ ἐνδυμάτων… ἦταν ντυμένοι μὲ τὴν οὐράνια δόξα καὶ δὲν ἔνοιωθαν αἰσχύνη.”