Δὲν ἀπορεῖ κανείς, ἂν σκεφτεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ στὰ χίλια χρόνια τοῦ Βυζαντίου ὁ στοχασμὸς ἐλάχιστα ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν πολιτική. Ὑπῆρχε καὶ στὴν Ἀθήνα ἐπικαιρότητα τρικυμιώδης, ποὺ μποροῦσε ἀκόμη καὶ νὰ δικαιώνει τὸν βίο, σύμφωνα μὲ ἀξίες ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ποιητὲς συμμερίζονταν (ἂς θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα τὸ ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα τοῦ Αἰσχύλου), καὶ ὑπῆρχε ἕνας διάλογος, ὁ ὁποῖος ὑπερέβαινε τὴν ἐπικαιρότητα, τὶς τρικυμίες της, καὶ τὴν ἴδια τὴν δικαίωση τοῦ βίου: “ὑπερβαίνουσι τὸ μέτρον τοῦ περὶ αὐτοὺς βίου”, συνοψίζει ὁ Παπαρρηγόπουλος.[602]

Καὶ ἡ τραγωδία πέθανε, ὅπως ἔχουμε δεῖ, ὅταν ἔχασαν τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν Πόλη ὡς ἱερὸ χῶρο τῆς ἰσόθεης φιλίας τους καὶ ἀμοιβαίας εὐεργεσίας τοῦ αἰνιγματικοῦ διαλόγου τους, τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου ἀνέλαβε πιὰ ὁ Πλάτων, Πόλη ὁ ἴδιος μόνος του, μεγάλη παρουσία καὶ ζωντανὴ ἀπόδειξη τοῦ ὅπου κι ἂν πᾶς, θὰ εἶσαι Πόλις.

 

ΩΣ τὸν καιρὸ τῆς τραγωδίας ὁ φιλόσοφος ἦταν μᾶλλον Πυθία σὲ σύγκριση ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Πλάτωνα. Ἀναπτύσσεται περισσότερο φιλοσοφικὴ ποίηση καὶ προφητεία παρὰ ποιητικὴ ἢ προφητικὴ φιλοσοφία, τὴν ὁποία δημιούργησε στὴν Ἀθήνα ὁ Πλάτων, καὶ συνέχισαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κυριώτερα, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ νεοπλατωνισμός.[603] Μέσα ἀπὸ τὴν τραγική του ποίηση ὁ στοχασμὸς εἰσέφερε στὴν προσευχὴ καὶ τὸν ὕμνο ἀνοιχτὴ ἑνότητα ὅλων τῶν ποιητικῶν καὶ φιλοσοφικῶν κινήσεων καὶ παραδόσεων, συσπείρωση τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἑλληνισμοῦ, πραγματοποιῶντας τὴν ὑπερένταση τῆς ἀγωνίας τῶν Ἀθηναίων γιὰ νόημα, ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα ἀκραίων παραδόξων διαχεόμενων στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο του ἀπὸ τὴν θεία ὕπαρξη, καὶ πάλι ἐπιστρέφοντας στὸν οὐρανὸ τῶν Θεῶν ὅπου μεγάλωναν τὸ μέγεθός τους καὶ ἀνοίγονταν σὲ διαυγέστερη παρατήρηση καὶ ἑρμηνεία.