Στὸν Σοφοκλῆ, ἂν καὶ “πῆρε μέρος στὰ πιὸ ὑψηλὰ ἀξιώματα τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῶν Ἀθηνῶν”,[598] “τίποτε, ἢ σχεδὸν τίποτε ἀπ’ ὅλες τὶς ἀθηναϊκὲς περιπέτειες τοῦ 5ου αἰῶνα δὲν ἀντανακλᾶται ἄμεσα στὸ ἔργο του — οὔτε οἱ περσικοὶ πόλεμοι, οὔτε ἡ ἡγεμονία τῶν Ἀθηνῶν, οὔτε ὁ πελοποννησιακὸς πόλεμος”.[599] Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γράψει μόνο ὁ Σοφοκλῆς 123 τραγωδίες, οὔτε κἂν δέκα, εἰς πεῖσμα τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν αἱματηρῶν καταστάσεων τῆς ἐποχῆς. Οἱ τραγωδίες ἀνήκουν στοὺς συγγραφεῖς ὅσο στὴν ἴδια τὴν Πόλη, καὶ ἡ δυνατότητα τῶν θεατῶν νὰ ἀπαιτοῦν ἀκόμα καὶ ἄμεση ἐπανάληψη χωρίων, ὅπως ἂν εἶχαν ἐμπρός τους βιβλίο ἀντὶ ζωντανῆς παραστάσεως, ἀπὸ μόνη της δείχνει τὴν ἔνταση τῆς συμμετοχῆς στὸ διδάσκειν τῶν ποιητῶν.[600]

Ὅταν ἀναπτύσσεται τέτοια πληθώρα δημόσιας σκέψης τῆς αἰνιγματικῆς αὐτῆς μορφῆς, μὲ τὰ ζητήματα ποὺ θίγονταν καὶ τὸν ποιητικὸ μαζὶ καὶ φιλοσοφικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὰ προσέγγιζαν, δὲν συμπεραίνει κανεὶς ἁπλὰ πὼς “ἡ Πόλη προβληματίζεται σχετικὰ μὲ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό”,[601] ἀλλὰ νοιώθει τὴν ἐνεργητικὴ ἀγωνία ποὺ οἰκοδομοῦσε τὴν ἀθηναϊκὴ Πόλη, τὰ κύρια ζητήματα τῆς ὁποίας ἦταν αἰνίγματα καὶ χρησμοί, παραμένοντας ἀνοιχτά, ἐπίμονα, παράδοξα καὶ πολύπλοκα σὲ τοὐλάχιστον τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἐπισκιάζουν ἀκόμη καὶ μιὰ ἐπικαιρότητα κάθε ἄλλο παρὰ ἥσυχη ἢ ἀσήμαντη ἢ ἔστω ἄσχετη.