Ὁ κόσμος δὲν χωράει ὅσα θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν γιὰ τὸν Χριστό, λέει ὁ Ἰωάννης (21). Μέχρι σήμερα συνεχῶς γράφονται περισσότερα, σὲ τόσες γλῶσσες τόσο σπουδαῖα, ὥστε διαβάζοντας γνωρίζει κανεὶς ὅτι θὰ εἶχε ζημιωθεῖ ἂν δὲν ὑπῆρχαν. Ἀνάμεσα στὰ καλὰ βιβλία ἡ συλλογὴ ὁμιλιῶν ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Σωφρόνιος Σαχάρωφ στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του στοὺς συνασκητές του, μὲ τίτλο Οἰκοδομῶντας τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ (Ἔσσεξ 2014).
Δὲν εἶναι ἐξαίρεση ἀλλὰ ὁ κανόνας, στὴ λέξη μοναστήρι νὰ σκεφτόμαστε τὸ κτήριο, ἀπόδειξη κι αὐτὸ λειψῆς συνείδησης. Ἔτσι ὁ Γέροντας νοιώθει ἀνάγκη νὰ δώσει ἔμφαση ποὺ κανονικὰ δὲν θὰ χρειαζόταν, πὼς “ὅταν λέμε μοναστήρι ἀναφερόμαστε πάνω ἀπὸ ὅλα στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι στὰ κτήρια” (σ. 34). Ἐνισχύουν τυποκρατία συγχύσεις σὰν κι αὐτή, ὅταν ἡ πιὸ ὑψηλὴ πραγματικότητα ταυτίζεται μὲ ὁρισμένες ἐκδηλώσεις της — ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ναό, ἡ Λειτουργία μὲ τὰ ‘ἐπὶ σκηνῆς’ δρώμενα…
Ἁπλὴ ἡ διευκρίνιση τοῦ Σωφρόνιου, ἐντυπωσιακὴ ὅμως σὰν πρωτάκουστη, μολονότι ὑπάρχει ἤδη στὴν Καινὴ Διαθήκη (γιὰ παράδειγμα διάβασε στὸν Ἰωάννη, 4, 21–23, ὅπου “λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί… ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ…”), καὶ ἐπαναλαμβάνεται σταθερά, ὅπως ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἰδοποιεῖ (Ἐπιστ. β΄) ὅτι “δὲν πλησιάζεις τὸν Θεὸ ἀλλάζοντας τόπο, ἀλλά, ὁπουδήποτε κι ἂν εἶσαι, θὰ ἔρθει ὁ Ἴδιος σὲ σένα — ἂν τὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου βρεθεῖ τέτοιο, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ κατοικήσει ὁ Κύριος καὶ νὰ βαδίσει μέσα σου…”