Ἔχει ὅλη τὴν εὐθύνη μόνο ὁ ἴδιος μέσα στὴν αὐστηρότητα τῆς ὑπακοῆς, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ ἔκανε δὲν νοεῖται ἀνεύθυνος — ἡ σημασία ἀνήκει στὴν πιὸ θεμελιακὴ κατάσταση τῆς συνείδησης, στὴν ἄμεση προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, τὴν ποιότητα τῆς ὁποίας δὲν καθορίζει παρὰ μόνο ὁ ἑαυτός: “ὅταν ρωτᾶτε τὸν πνευματικὸ καὶ σᾶς λέει κάποιον λόγο, καὶ ἐσεῖς ἔπειτα κάνετε αὐτὸ ποὺ σᾶς λέει, ποτὲ καὶ πουθενὰ μὴ λέτε ὅτι ἔκανα ἔτσι, διότι μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός… Ἀπευθυνόμαστε πρὸς αὐτὸν γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα ὅμως βαστάζουμε ὅλη τὴν εὐθύνη μόνο ἐμεῖς καὶ ὄχι ὁ πνευματικός” (τ. β΄, σ. 265).

Ἑπομένως ἡ θεολογικὴ συζήτηση ἔχει στοὺς συνομιλητὲς ἀπαιτήσεις ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἁπλὴ ἐνημέρωση καὶ τὴν ‘ἐξυπνάδα’, ἡ παρουσία ἔστω ἑνὸς φυλακισμένου στὸ ἀσήμαντο, ματαιώνει τὴν συζήτηση ἀμέσως. Ὁ Σωφρόνιος θυμίζει αὐτὸ ποὺ εἶχε ὑποδείξει στὸ κήρυγμά του ὁ ἐπίσκοπος Χερσῶνος Ἰννοκέντιος γιὰ τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, πὼς “ἡ παρουσία ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου, τοῦ Ἰούδα, ἐμπόδιζε τὸν λόγο τοῦ [Ἴδιου τοῦ] Χριστοῦ, ἦταν σὰν νὰ μὴ ‘μποροῦσε’ νὰ μιλήσει…”