Ἀκόμα καὶ στὴ Λειτουργία, ὅπου τὰ λόγια ἔχουν καθοριστεῖ καὶ δὲν ἀλλάζουν, ἡ ἐλάχιστη παρουσία τῆς κακίας ἐμποδίζει — “ἀρκεῖ ἡ παρουσία ἑνὸς μόνο προσώπου ποὺ ἀμφιβάλλει, γιὰ νὰ μὴ συνεχισθεῖ [ἡ Λειτουργία] ὅπως συνήθως… Θὰ ἔπρεπε νὰ δεχόμαστε μόνο τοὺς πιστοὺς — ὅπως ἦταν ἡ ἀληθινὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀρχή … Κανεὶς νὰ μὴν εἰσέρχεται ἔχοντας [οὔτε κἂν ἁπλὲς] ἀμφιβολίες, [οὔτε κἂν τὶς πιὸ ἐλάχιστες] ἀρνητικὲς σκέψεις… Μόνο αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ λάβουν τὴ Θεία Κοινωνία θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι παρόντες καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι” (σ. 61).
Ὁ Σωφρόνιος συναισθάνεται τὴν εὐθύνη τῶν χαρισμάτων του, ὥστε ἔχει μεγάλη ἀγωνία, ἐξομολογεῖται ὅτι “βιάζομαι τώρα, ποὺ δὲν εἶμαι πλέον νέος καὶ πρὶν τὴν ἐξοδό μου, νὰ σᾶς τὸ μεταδώσω αὐτό… Σὲ κανέναν, μὰ σὲ κανέναν ἐπάνω στὴ γῆ νὰ μὴν ἐπιτρέψετε νὰ ὑποβιβάσει τὴ χριστιανικὴ θεωρία!… Μὴν ἐπιτρέψετε σὲ κανέναν νὰ μειώσει τὸ μέγεθος τῆς ἀποκαλύψεως ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό” (σελ. 164–5).
Μοναστήρι ὀνομάζεται ἡ προσωπικὴ σχέση καὶ ἑνότητα ὄχι μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἄμεσα καὶ προσωπικὰ μὲ τὸν Δημιουργό, δὲν παραξενεύει ἑπομένως ὁ λόγος τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν προσευχή, ὅτι “προσευχὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας” (σ. 203). Ὅπως τὸ λέει ὁ Πορφύριος (Τὸ Μυστικὸ εἶναι ἡ Εὐχαριστία, σελ. 76–77), “ὅταν προχωρήσεις δὲν εἶναι ἡ σκέψη τῆς εὐχῆς ποὺ ἀκούγεται στὸν νοῦ, ἀλλὰ εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι κάτι ποὺ τὸ αἰσθάνεσαι μέσα σου, ἀλλὰ χωρὶς ἐσὺ νὰ κάνεις προσπάθεια. Αὐτὸ τὸ ‘κάτι’ εἶναι ἡ θεία χάρις ποὺ σοῦ χαρίζει ὁ Χριστός… Μόνο ἕνας ἀπερίσκεπτος, ἕνας ‘χοντρός,’ ποὺ δὲν μπόρεσε ἡ προσευχὴ νὰ τὸν συγκινήσει, μένει ξένος ὡς πρὸς τὴν χάρι.”