Γιὰ ὅσους σέρνονται στὰ τέσσερα καὶ δὲν βλέπουν ἄλλο ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, τὴν ἐπιβίωση, τὴν ὑγεία, τὴν περιουσία, τὴν καταξίωση καὶ τὰ ‘ἐπιτεύγματά’ τους, ἡ προσωπικὴ πραγματικότητα ἔχει ἀποκρυβεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει τὸ ἐδῶ ὡς ἄλλοτε βοήθημα καὶ ἄλλοτε ἐμπόδιο, πάντα ἐνδιάμεσο καὶ ἀσήμαντο καθεαυτὸ μὲ ὅλο τὸ ‘καλὸ’ καὶ τὸ ‘κακό’ του.
Οἱ πειρασμοὶ στὴν ἔρημο σημαίνουν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια (βλ. Λουκ. 4), προϋποθέτοντας κύριο ἰδίωμα τῆς θεότητας τὴν ἰσχύ, μὲ τὸν Χριστὸ νὰ ἀντιμετωπίζεται σὰν ἕνα τίποτα. Τοῦ ζητεῖται νὰ ἀναγνωρίσει τὴν θεότητα στὴν ἰσχύ, καὶ προσκυνῶντας τὸ ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν ἀρχή του ἀσήμαντο ἐδῶ, ποὺ εἶναι ὁ σατανᾶς, νὰ πέσει στὰ τέσσερα καὶ νὰ τὴν ἀποκτήσει.
Ἐντασσόμενος στὸ ἀπρόσωπο τῶν ἰδεολογιῶν ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνεται πλήρως στὴν μᾶζα, στὴν ὁποία ἤδη ἀνήκει ὡς ἐγωτικὴ μονάδα, ἀλλὰ ὅταν χάνει τὴν βούλησή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γίνεται δική του ἐκείνη ἡ βούληση, μέσα στὴν ὁποία ὑπάρχουν ὅλα καὶ ἡ τελειότητα τῆς φύσης του. Γι’ αὐτὸ διατηρεῖ ἀκέραιη εὐθύνη γιὰ τὶς πράξεις του.