Μοναστήρι εἶναι ἡ συμβίωση στὴν ἁγιότητα, σὲ ὅσο βαθμὸ γίνεται συνειδητὴ ἡ ἁγιότητα καὶ ἐπιδιώκεται ἡ ἐπίγνωσή της, κι ἔτσι στὴν πράξη τῆς ὀργανωμένης ἄσκησης ἔγινε ὅ,τι θυμίζει ὁ Σωφρόνιος, τὰ πρῶτα καὶ στὴ συνέχεια ὅλα τὰ καλύτερα μοναστήρια οἰκοδομοῦνται στὴν πιὸ ζωντανὴ ψυχή, “ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ζήσει ὅσο τὸ δυνατὸ μὲ ὅλο του τὸ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἀρχίζουν σιγὰ–σιγὰ νὰ συγκεντρώνονται καὶ ἄλλοι” (σ. 34). Ὀνομάζεται Μοναστήρι ὄχι ἐπειδὴ κυριαρχεῖ ἀπομόνωση, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, ὑπεροχὴ κοινωνίας ἀπρόσιτης στοὺς πολλούς.
Πρωταρχικὸ Μοναστήρι τῆς χριστιανοσύνης καὶ θεμέλιο τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλης τῆς πραγματικότητας εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Μαθητές: στὸν βαθμὸ ποὺ μιὰ συγγένεια στηρίζεται σὲ ὁτιδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἴδιο, χρέος καὶ ἀνάγκη νὰ καταργηθεῖ, “ὀφείλουμε νὰ ἐγκαταλείψουμε τοὺς πιὸ ἀγαπητούς μας ἀνθρώπους, διαφορετικὰ δὲν θὰ φθάσουμε στὴν οἰκουμενικὴ ἀγάπη, στὴν ἀπόλυτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ” (τ. β΄, σ. 349).
Ὅπως τὸ λέει ὁ Πορφύριος (Τὸ Μυστικὸ εἶναι ἡ Εὐχαριστία, σ. 147), “ἢ θὰ ζοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ θὰ ἔχουμε τὰ θεῖα βιώματα καὶ τὴν εὐτυχία ἢ θὰ ζοῦμε στὴ μελαγχολία καὶ στὴ λύπη. Μέση κατάστασις, μέσος ὅρος, δὲν ὑπάρχει.” Ὁ Σωφρόνιος ἐξηγεῖ πὼς ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν βιολογικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ συγγένεια εἶναι ἄπειρη, τὸ Μοναστήρι σημαίνει πὼς μέσα καὶ πέρα ἀπὸ τὴν μοναδικότητα καθενὸς ὅλοι γίνονται “σὰν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει [ἀκριβῶς] τὴν ἴδια ζωή, [ἀκριβῶς] τὴν ἴδια θέληση” (σ. 36), ὅταν “ἡ σκέψη μας δὲν εἶναι πλέον δική μας, ἀνθρώπινη, ἀλλὰ ἡ σκέψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ” (σ. 361), γι αὐτὸ Μοναστήρι ὑπάρχει καὶ μὲ ἕναν ἀναχωρητὴ μόνο του, ἐφόσον ἡ κύρια σχέση δὲν εἶναι μὲ τὸν συνάνθρωπο.