Ὅταν ὅμως δὲν περιφρονεῖται ἡ πραγματικότητα, ὅλα χωρὶς ἐξαίρεση, οἱ ἴδιοι οἱ μεταστάντες!, εἶναι δυνατὸ νὰ βοηθήσουν.

“Ἡ μητέρα μου πέθανε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 40. Ἡ ἀδελφή μου Αἰκατερίνη πέθανε κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 60 ἀπὸ καρκίνο. Ἡ ἄλλη ἀδελφή μου, ἡ Μαρία, βρισκόταν στὸ νοσοκομεῖο δίπλα της, ὅταν ἡ Αἰκατερίνη ἦταν σὲ κωματώδη κατάσταση ἀπὸ φοβεροὺς πόνους. Καὶ ξαφνικὰ ἡ Αἰκατερίνη σηκώνεται ἀπὸ τὸ προσκέφαλο καὶ ἐντελῶς καθαρὰ λέει: ‘Μόλις εἶδα τὴ μητέρα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θέλει νὰ πεθάνουμε ὅλοι μὲ πίστη.’ … Καὶ μόλις τὸ εἶπε, ἔπεσε πάλι στὸ προσκέφαλο ἤδη νεκρή. Συνεπῶς, ἡ κοινωνία μὲ τοὺς κεκοιμημένους εἶναι δυνατή. Δὲν εἶναι ἁπλὸ πρᾶγμα οὔτε εὔκολο, ἀλλὰ εἶναι ὁπωσδήποτε πραγματικό…” (τ. β΄, σ. 130).

*

Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ ὁ ἴδιος, γράφονται ὅμως πολλά, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμαστε πολλοί, καὶ καθένας πλησιάζει κοντά Του ἀπὸ διαφορετικοὺς δρόμους.

Ὁ προσωπικὸς βίος ἰσοδυναμεῖ μὲ πλῆθος βιβλίων κι ἔτσι ὅσα θὰ γραφοῦν μέχρι συντελείας εἶναι ἐλάχιστα μπροστὰ σὲ ὅσα γίνονται χωρὶς νὰ γράφονται.