Ὁ Πνευματικὸς καταλαβαίνει σὲ ὅλους ἐν δυνάμει ἱερὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο κάνει ὑπακοὴ στὸν ἴδιο, χωρὶς ὅμως νὰ τοῦ ἀνήκει οὔτε ἐλάχιστα, καὶ μὲ φόβο Θεοῦ γιὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἐξουσίας του θέλει νὰ φέρει ὅλη τὴν πίστη καὶ ὅλη τὴν θρησκεία στὴν ὑπηρεσία τῆς συγκεκριμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ καταλάβει στὶς ἰδιαιτερότητές της, νὰ τὴν ἀγαπήσει καὶ νὰ τὴν βοηθήσει. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία ἂν στὴν σχέση αὐτὴ κάποιες ἀποφάσεις ἴσως ἀποδειχτοῦν ἐσφαλμένες.

Ὁ σκοπὸς δὲν βρίσκεται σὲ ἐπιμέρους πνευματικὰ εἴτε ὑλικὰ ἢ βιολογικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ στὴν καθολικὴ εὐαισθησία τῆς ψυχῆς, νὰ νοιώσει ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ ποῦ ἐντάσσεται ἡ προσπάθεια τοῦ Γέροντά της, κι ἔτσι νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ μόνο ἡ ἴδια μπορεῖ νὰ κάνει, νὰ ξεκλειδώσει τὴν ὕπαρξή της στὴν Παρουσία.

Ἐπαινῶντας τὴν ὑπακοὴ ὁ Σωφρόνιος συμβουλεύει, ἀντίθετα μὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ ἰδεολογίες, “τίποτε νὰ μὴν εἶναι γιὰ μᾶς ἀπρόσωπο… ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει δική μας ζωή… στὸν προσωπικὸ Θεὸ τίποτε δὲν εἶναι ἀπρόσωπο… νὰ ἐλέγχετε τὸν ἑαυτό σας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀπρόσωπο… δὲν ὑπάρχει σὲ μᾶς καμμία σταδιοδρομία στὸν κόσμο αὐτό, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀναζητεῖ δρόμους γιὰ βαθύτερη γνώση τοῦ Θεοῦ…” (τ. β΄, σελ. 324–5, 402).