Τότε ἱδρύεται τὸ Μοναστήρι, καὶ μαζὶ τὸ ἐκτός, ὥστε ὅλη ἡ ἄρνηση τῆς πραγματικότητας καὶ ἡ κακία γίνεται πιὰ ἀνυπόφορη: “καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Σιλουανός, εἶναι νὰ φέρουμε μέσα στὴν καρδιά μας ὅλο τὸ Σύμπαν καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ Δημιουργό. Γι’ αὐτοὺς ποὺ φέρουν αὐτὴ τὴν [πέρα ἀπὸ συναισθηματισμοὺς] ἀγάπη, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ χωριστοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ [τοῦ Σάρωφ], ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρει τοὺς νέους ποὺ ἔρχονταν νὰ ζήσουν μαζί του, διότι ἦταν ἀπρόσεκτοι, δηλαδὴ ζοῦσαν μὲ ἀμέλεια, χωρὶς ‘ἔνταση…’ Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο πιὸ κοντά Του εἴμαστε, τόσο λιγώτερους φίλους θὰ ἔχουμε μαζί μας στὴν πορεία μας πρὸς Αὐτόν… Γι’ αὐτό, τὸ νὰ βρεῖ κάποιος μιὰ πνευματικὴ ἐν Χριστῷ οἰκογένεια εἶναι ἕνα δῶρο ἐξαιρετικὰ πολύτιμο” (σελ. 249–50).

Ἀγάπη τοῦ πλησίον δὲν συνιστᾶ οὔτε ἡ ‘φιλανθρωπία’ ποὺ ταυτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς ὑλικές του ἀνάγκες, οὔτε ἡ ἀνοχὴ τῆς ἰδιοτροπίας καὶ ἡ προσποίηση σεβασμοῦ, πολὺ λιγώτερο ὁ συγκρητισμὸς καὶ ὁ σχετικισμός, “ὅπως τείνουν νὰ φρονοῦν μερικοὶ πολυμαθεῖς… ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει καὶ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν Βουδισμὸ καὶ τὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ τὸν Κομφουκιανισμὸ καὶ τὸν Μαρξισμὸ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα … Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα” (σ. 266), τὴν ὁποία καὶ οἱ χριστιανοὶ συχνὰ δὲν καταλαβαίνουν, ἐξηγεῖ ὁ Σωφρόνιος θυμίζοντας αὐτὸ ποὺ μαρτυρεῖται “στὸν Βίο τοῦ Μεγάλου Παχωμίου ὅτι, ὅταν ἡ μία ἢ ἡ ἄλλη ἐπιδημία ἀφαιροῦσε πολλὲς ζωὲς μοναχῶν, αὐτοὶ [οἱ μοναχοὶ] τὸ θεωροῦσαν ὡς συγκομιδὴ ἁγίων. Ἐνῶ γιὰ τοὺς ἄλλους [τὸν περισσότερο κόσμο] αὐτὸ ἀποτελεῖ συμφορά…” (σ. 349).