Ἑπομένως τίποτα πιὸ φυσικὸ γιὰ τὴν ἀληθινὴ προσευχὴ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι συνεχὴς ὅπως ἡ ἀναπνοή. Δὲν χρειάζεται μιὰ τεχνική, ὁ διαλογισμός, ποὺ αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει ἀναπόφευκτα ὅρια, χρειάζεται ἡ συμβίωση στὴν ἀλήθεια, τὸ Μοναστήρι, ποὺ ὅταν ὑπάρχει, διαποτίζει καὶ τὴν καθημερινότητα, κι ἔτσι εἰδοποιεῖ ὁ Σωφρόνιος ὅτι “δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ζεῖ χριστιανικὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο: εἴτε θὰ εἶναι ἐμπνευσμένος, εἴτε ἀποκοιμισμένος μέσα στὸν κόσμο, ζῶντας μέσα στὰ πάθη…” (σ. 210).

Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, “ὄντας τελείως ὀλιγογράμματος μοναχός, εἶδε τὸν Χριστό… Ἡ ὅλη ὅραση διήρκεσε μία μόνο στιγμή, ἀλλὰ μέσα στὴ στιγμὴ αὐτὴ περικλειόταν ἡ αἰωνιότητα… Σὲ σχέση μὲ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, γράφει ὁ ἴδιος ὅτι ἤθελε νὰ πάσχει γιὰ τὸν Χριστό… ὣς τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν του ἔζησε σὲ κατάσταση ἐμπνεύσεως, ποὺ τοῦ δόθηκε μὲ τὴν ὅραση τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ” (σελ. 262–3).

Ὅσο ἡ ψυχὴ ἀφυπνίζεται στὴν πραγματικότητα, ἀποκτάει στὴν προσωπική της ἐμπειρία τὰ γεγονότα ποὺ ἡ Βίβλος διηγεῖται σὰν νὰ ἦταν τὸ παρὸν κάποιων ἄλλων. Ἡ ἀφύπνιση αὐτὴ δὲν εἶναι κάτι δευτερεῦον ἢ ἐξαιρετικό, “ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ὀφείλει νὰ ἀγωνίζεται, ὥστε νὰ ζήσει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ὣς τὰ ἔσχατα κρίματά του. Καὶ τότε θὰ γίνουμε χριστιανοί” (σ. 238).