Ὅσο ὁ ἀριθμὸς τῶν συνασκητῶν μεγαλώνει, ὁ κοινὸς βίος διακινδυνεύει στὴ σύμβαση καὶ τὴν ἐξωτερικότητα, χρειάζονται κανονισμοί, καὶ οἱ ἴδιοι δημιουργοῦν ἐπιπλέον προβλήματα. Ἡ εὐαγγελικὴ εἰδοποίηση, ὅτι καλοῦνται πολλοί, ἀποκρίνονται στὸ κάλεσμα λίγοι, ἀρχίζει νὰ κυκλώνει τὴν ἱερὴ σχέση.

Ὁ σκοπὸς καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστης συχνὰ παρεξηγήθηκε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μοναχούς, σὰν νὰ ἦταν ἰδεολογικὴ κατάσταση. Ὁ Σωφρόνιος ἀφυπνίζει, “ποιά ἄλλη ἐπιστήμη θέτει αὐτὸ τὸν σκοπό, [ὄχι διανοητικῆς πληροφόρησης ἀλλὰ ὑπαρξιακῆς πληρότητας,] τῆς αἰώνιας συνύπαρξης μὲ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου;” (σ. 54). Ἐδῶ ἔχει τὴν ἀρχή της ἡ σημασία τῆς ὀφειλόμενης ὑπακοῆς στὸν Ἡγούμενο καὶ τὸν Πνευματικό.

Ἡ ἀλλαγὴ τῆς γνώμης τοῦ Πνευματικοῦ, ἡ συνομιλία καὶ ἡ πειθὼ δὲν ἀπαγορεύονται, ὅμως ἐν τέλει ἀκολουθεῖται ἡ ὅποια δική του ἀπόφαση, ἐπειδὴ πραγματικὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ θέλημα, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἰδεολογίας καθοδηγεῖ πιόνια, καθυποτάσσοντας στὸ γενικὸ πρότυπο καὶ δημιουργῶντας φανατικὴ μᾶζα.