Ὑπάρχει λοιπὸν μῖσος γιὰ τοὺς χριστιανούς, “μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφύγουμε τὰ παθήματα, ἂν θέλουμε νὰ παραμείνουμε χριστιανοί” (σ. 355), “διότι, ὅποιον ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τὴν αἰώνια ἀγάπη, τὸν [νοιώθουν ξένο καὶ ἀπειλητικὸ γιὰ τὴν ψευτοζωή τους, τὸν] ἀπεχθάνονται, τὸν σταυρώνουν, τὸν περιφρονοῦν…” (σ. 430), “ὅταν ὅμως βλέπουμε ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός, πέρασε ἀπὸ τὴν κένωση καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, ἀρχίζουμε νὰ ἀγαπᾶμε αὐτὴν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ Ἀνθρώπου καὶ δὲν μποροῦμε πλέον νὰ πᾶμε νὰ ψάξουμε ἀλλοῦ, παρ’ ὅλη τὴ φτώχεια, τὶς στερήσεις, τὶς παντὸς εἴδους δοκιμασίες ποὺ ἡ ἀγάπη αὐτὴ συνεπάγεται…” (σελ. 388–9).

Ἔτσι ἀλλάζουν τὰ κριτήρια, “ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτὸ μὲ τὴ συνείδηση ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι διάβαση πρὸς κάτι ἐξαιρετικὰ μεγαλειῶδες” (τ. β΄, σ. 232) καὶ φτάνει ὁ χριστιανὸς νὰ νομίζεται ἀκόμη καὶ ‘ἀντικοινωνικὸς’ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἢ ‘σκληρός,’ ὅσο μεγαλώνει τὴν ἐμπειρία του γνήσιας ἑνότητας καὶ τὴν ἀποζητάει.

Ὅπως ἐξομολογεῖται ὁ Σωφρόνιος, “ὅταν διακονοῦσα ὡς ἱερέας στὸν ρωσικὸ οἶκο εὐγηρίας στὴν Ἁγία Γενεβιέβη στὴ Γαλλία, ἔφθασε κάποιος νὰ μοῦ πεῖ: ‘Γιατί δὲν ἐπισκέπτεστε τοὺς γέρους καὶ τὶς ἡλικιωμένες κυρίες, γιὰ νὰ μιλήσετε μαζί τους;’ Δὲν μποροῦσα νὰ πάω ἐκεῖ, διότι, στὴν πραγματικότητα, αὐτοὶ ἐνδιαφέρονταν γιὰ ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστό” (σ. 389).