128 Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πρὸς ἅπαντας τοὺς κατὰ τὴν ἑλληνικὴν ἐπικράτειαν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανούς, ἐγκύκλιος 8144–6, Ἀθήνα 3 Νοεμβρίου 1839 — παραθέτει ὁ Κ. Οἰκονόμος, Τὰ σωζόμενα ἐκκλησιαστικά, τ. Β΄, Ἀθήνα 1864, σ. 427.

129 Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, μτφρ. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, Ἀθήνα 19814, σελ. 47–48.

130 Δηλαδὴ χωρὶς νὰ σημαίνει τὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, μεγαρικὴ ἀποικία τοῦ 7ου αἰ. π.Χ., ὅπου ἐπρόκειτο νὰ μεταφερθεῖ ἡ ἕδρα τῆς Αὐτοκρατορίας τὸ 330 μ.Χ. μὲ τὴν ὀνομασία Nova Roma, καὶ κατόπιν, πρὸς τιμὴν τοῦ πρώτου χριστιανοῦ αὐτοκράτορα, Κωνσταντινούπολη. Σὲ πολλὰ κείμενα ἡ Πόλη συνεχίζει νὰ ἀναφέρεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαίου της ἱδρυτῆ, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὸν Βίο τοῦ Φιλάρετου (9ος αἰ.). Τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ περίπτωση ἑλληνικῆς ἀποικίας στὴν περιοχή. Τὰ Μέγαρα ἀκολούθησε ἡ Μίλητος καὶ μετὰ ἡ Ἀθήνα μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἵδρυση ἑλληνικῶν Πόλεων ὣς τὰ πιὸ ἀπόμακρα μέρη τοῦ Εὔξεινου.

131 Χρήστου, Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων, ὅ.π., σελ. 98–102. Προφανῶς δὲν στέκει ὁ ὁρισμὸς τοῦ Χάιζεμπεργκ (παραθέτει ὁ Ζακυθηνὸς στὴν εἰσαγωγή του στὰ Βυζαντινὰ κείμενα– ἀνθολογία, Ἀθήνα 1957, σ. ια΄, σημ. 1), ὅτι “τὸ Βυζάντιον εἶναι τὸ ἐκχριστιανισθὲν Ρωμαϊκὸν Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους” — ὄχι ἁπλῶς ἐπειδὴ δὲν ἐκριστιανίσθηκε μόνο τὸ κράτος, ἢ ἐπειδὴ στὴν βυζαντινὴ πορεία πολλὰ ἔθνη συμμετεῖχαν ἢ παρέλαβαν στοιχεῖα, συχνὰ τὰ πιὸ οὐσιώδη, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ φύση καὶ ἀπόβλεψη τῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν οἰκουμενική, ὥστε οἱ Βυζαντινοὶ θὰ ἀνατρίχιαζαν μὲ τὴν τερατώδη αὐτὴ περιγραφή, στὴν ὁποία δὲν θὰ ἀναγνώριζαν τὴν Πόλη τους. Ὁ Ζακυθηνὸς μοιάζει νὰ διαισθάνεται τὸ ἀτόπημα, ὅμως τὸ υἱοθετεῖ καὶ τὸ ἐκφράζει μὲ παρόμοιο τέρας: “τὸ οἰκουμενικὸν Χριστιανικὸν Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους” (ὅ.π.).