Ὅμως ἔστω πὼς ὁ ἑλληνισμὸς βυθίστηκε στὴν πιὸ φρικτὴ μανία, δίνοντας καὶ τὴν ζωὴ τῶν παιδιῶν του γιὰ νὰ λατρεύει μάταια καὶ ἀνόητα ἕνα ἑβραϊκὸ μῦθο, ποὺ οὔτε οἱ Ἑβραῖοι δὲν καταδέχονταν. Τότε γιατί ὁ ἴδιος αὐτὸς ‘ἀλλοτριωμένος’ χριστιανικὸς ἑλληνισμὸς μελέτησε, ἀγάπησε καὶ διέσωσε τὸν ἀρχαῖο ἑαυτό του, ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες;

“Τὸ Βυζάντιο ἀναζήτησε μὲ πάθος τὰ ἀρχαῖα κείμενα, ὅλα τὰ παλιὰ ἑλληνικὰ χειρόγραφα, τὰ ἀντέγραψε κατὰ χιλιάδες. Αὐτὸ ἀποκατέστησε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔργα, τὸ κείμενο ποὺ διαβάζουμε ἐμεῖς. Ἐπιτέλεσε τοῦτο τὸ πελώριο ἔργο μὲ ἀξιοσημείωτη φροντίδα, ὥστε νὰ παραμείνει κατὰ τὸ δυνατὸν πλησιέστερα στὸ ἀρχικὸ κείμενο, δημιούργησε παράδοση κειμενικῆς κριτικῆς ἡ ὁποία συνέχισε τὴν ἀλεξανδρινὴ παράδοση τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Χωρὶς τὰ βιβλιογραφικὰ ἐργαστήρια (scriptoria), χωρὶς τοὺς Βυζαντινοὺς ἀντιγραφεῖς ποὺ ἡ δραστηριότητά τους μᾶς ξαφνιάζει, σὲ τί θὰ εἶχε περιοριστεῖ ἡ δική μας συλλογὴ ἑλληνικῶν κειμένων ποὺ καλοῦνται κλασικά;”[137]

Δύσκολο, ἴσως, νὰ καταλάβει κανεὶς “πῶς ὁ ἑλληνικὸς λαός, ἀπέρριψε τὴν θρησκεία τῶν προγόνων του καὶ ἀσπάσθηκε μιὰν ἄλλη θρησκεία. Τί τὸν ὤθησε σὲ μιὰ τόσο δραματικὴ ἀπόφαση”,[138] ὅμως ἡ κατανόηση γίνεται ἀδύνατη ὅταν δὲν ἐνδιαφέρει. Πραγματικὸ πρόβλημα μὲ τοὺς νεοπαγανιστὲς εἶναι ὅτι δὲν περιφρονοῦν μόνο τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἴδια τὴν ἀρχαιότητα. ‘Λατρεύουν’ τὸν Δία γιὰ διάφορους λόγους, ἀλλὰ ὄχι ἐπειδὴ τοὺς ἐνδιαφέρει πραγματικά: ἂν τοὺς πονοῦσαν οἱ ἀγωνίες τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἂν τοὺς ὀμόρφαινε ἡ σοφία της, θὰ εἶχαν καταλάβει αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος, ὅτι τὸ σοφὸν “θέλει καὶ δὲν θέλει τὸ ὄνομα τοῦ Δία”.[139]