Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ αὐτὴ συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Ὅμηρου καὶ τῆς ἑλληνικῆς σκέψης ποὺ ἀκολούθησε, ὅπως θὰ δοῦμε. Ἀλλὰ θὰ πρέπει πάντως νὰ ὑπάρχει ἑρμηνεία — ὄχι ἁπλὴ εἰκασία ἢ βεβαιότητα, οὔτε μεῖγμα τῶν δύο, ἀλλὰ μέσα καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὰ ἐξήγηση ἀπευθυνόμενη μυητικὰ στὴν προσωπικὴ ζωὴ καθενός. Σὲ κάθε περίπτωση νὰ μὴν ὑποτιμᾶται ἡ νοημοσύνη μας, τοὐλάχιστον νὰ ἐξηγεῖται πειστικὰ γιὰ ποιὸ λόγο ἐνδιαφέρει ὁ Ὅμηρος ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιετίες συνεχῶς. Ποτέ δὲν θὰ ἔχει πραγματικὸ νόημα γιὰ μᾶς σήμερα ἡ ἀρχαιότητα, ἂν ἀντιμετωπίζεται ὡς καθαρὸ παρελθόν, ὁπότε “σκοπὸς τῆς σπουδῆς [δὲν μπορεῖ νὰ] εἶναι [ἄλλος ἀπὸ τὸ] νὰ φέρει τὸν [ὑποτιθέμενο ὡς] νεκρὸ αὐτὸ κόσμο στὴν [δῆθεν] ζωὴ [τῆς ἀναπαράστασης] μὲ τὴν [ταριχευτικὴ] δύναμη τῆς ἐπιστήμης”.[230]
Ὁ Ὅμηρος ἀπηχοῦσε ποιητικὰ τὴν πεῖρα ἀπὸ τὴν σοφία τῆς θείας φιλίας, καὶ αὐτὴν προσωπική. Ἀκούγοντας τὸ τραγοῦδι του ἔνοιωθαν καὶ ἀναλογίζονταν τὴν ζωντανὴ προσωπικὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα τῶν νοεῖν, νοιώθω, κλπ. Συγγενὴς ἀλλὰ πιὸ καθαρὴ ἀπὸ τὴν √ΓΝΟ, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται τὸ γιγνώσκειν καὶ ἡ γνῶσις. Ὁπωσδήποτε στὸν Ὅμηρο ἡ νόηση σημαίνει συναίσθηση τοῦ ὑπερβαίνοντος. “Ἡ σοφία καὶ ἡ φρόνηση εἶναι στὴν θεώρηση ὅσων ἔχει ὁ νοῦς, ὁ δὲ νοῦς στὴν ἐπαφή”, ἐξηγεῖ ὁ Πλωτῖνος.
Σελ. 12345678910111213