“Τὸν Πάτροκλο σὰν εἶδαν σκοτωμένο … / ἄρχισαν τ’ ἄλογα νὰ κλαῖνε τοῦ Ἀχιλλέως· ἡ φύσις των ἡ ἀθάνατη ἀγανακτοῦσε … / Τίναζαν τὰ κεφάλια των καὶ τὲς μακρυὲς χαῖτες κουνοῦσαν, / τὴν γῆ χτυποῦσαν μὲ τὰ πόδια, καὶ θρηνοῦσαν / τὸν Πάτροκλο ποὺ ἐνοιώθανε ἄψυχο — ἀφανισμένο — / μιὰ σάρκα τώρα ποταπὴ — τὸ πνεῦμα του χαμένο … / Τὰ δάκρυα εἶδε ὁ Ζεὺς τῶν ἀθανάτων / ἀλόγων καὶ λυπήθη. ‘Στοῦ Πηλέως τὸν γάμο’ / εἶπε ‘δὲν ἔπρεπ’ ἔτσι ἄσκεπτα νὰ κάμω· / καλύτερα νὰ μὴν σᾶς δίναμε ἄλογά μου / δυστυχισμένα! … Στὰ βάσανά των / σᾶς ἔμπλεξαν οἱ ἄνθρωποι.’ — Ὅμως τὰ δάκρυά των / γιὰ τοῦ θανάτου τὴν παντοτεινὴ / τὴν συμφορὰν ἐχύνανε τὰ δυὸ τὰ ζῶα τὰ εὐγενῆ”.[339]

Στὴν σκόνη τοῦ πεδίου τῆς μάχης, γυμνὸς ἀνάμεσα στοὺς δύο στρατούς, δὲν βρισκόταν ὁ ‘καλύτερος φίλος’ τοῦ Ἀχιλλέα, ἀλλὰ τὸ ἕνα θεῖο Δῶρο, τὸ νεκρὸ σῶμα τῆς Δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀχιλλέα, ὁ Λόγος τῆς ὕπαρξής του. Ἡ ἀγγελία τοῦ Ἀντίλοχου σήμαινε, κατάλαβε τώρα τί περιμένει ἀπὸ σένα ὁ θάνατός του, ἔχεις τώρα νὰ κάνεις τὴν δική σου πράξη καὶ νὰ δώσεις τὴν δική σου οὐσία. Σήμαινε, δὲν εἶσαι πιὰ θεῖος, ὁ τόπος καὶ ἡ κοίτη σου, τὸ σπίτι καὶ ἡ οὐσία σου, εἶναι ὅπου κεῖται ὁ Πάτροκλος. Αὐτὸ καταλαβαίνει καὶ ὁ Ἀχιλλέας: “καὶ στοὺς δυό μας δόθηκε τὴν ἴδια γῆ νὰ βάψουμε κόκκινη … Κι ἐνῷ ἐσὺ κείτεσαι τώρα κατασπαραγμένος, ἡ δική μου καρδιὰ χωρὶς ποτὸ καὶ φαΐ, κι ἂς μὴ μοῦ λείπουν, ἐσένα ζητάει”.[340] Ὁ Ἀντίλοχος ἀνακοίνωσε στὸν Ἀχιλλέα καὶ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ ποὺ ὁ Πλάτωνας κατάλαβε καὶ παρέδοσε ὡς φιλοσοφία καὶ μελέτη θανάτου.[341]