Τὴν αἰτία τῆς ὑπαρξιακῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καταλαβαίνει μέσα στὴν δυνατότητα μετάνοιας ἤδη ὁ Ὅμηρος ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο, ὅταν ὁ Ὀδυσσέας ἐξομολογεῖται πὼς ἡ προσωπική του ἁμαρτία ὀφείλεται στὴν πεποίθησή του στὸν πατέρα του καὶ τὰ ἀδέλφια του ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό.[326] Ἡ ἁμαρτία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας σημαίνει τὴν ὕβρι ὡς ἵδρυση ὁποιασδήποτε δικαιοσύνης, μὲ τὴν αὐθεντικὴ δικαιοσύνη νὰ εἶναι θεία καὶ ἀκατάληπτη, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ γίνεται ἄδικος μόνο ἂν “παίρνει καὶ ἔχει ἥσυχα (σιγῇ) τὰ δῶρα τῶν θεῶν, ὁτιδήποτε κι ἂν δίνουν”.[327]

Ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ κατάσταση, σημειώνει ὁ Ἐπίκτητος, “‘πονάει τὸ κεφάλι μου’ — μή λὲς ἀλίμονο. ‘Πονάει τὸ αὐτί μου’ — μή λὲς ἀλίμονο. Δὲν ἐννοῶ ὅτι ἀπαγορεύεται νὰ στενάξεις, ἀλλὰ μὴ στενάξεις μέσα σου … νὰ μείνεις ἀκίνητος, ἀλλὰ ὄχι ὅπως τὸ γαϊδούρι”.[328]

Ἡ πρώτη ἁμαρτία τῆς ἐλευθερίας ἀναγνωρίζεται καθαρὰ καὶ μαζὶ ὑπερβαίνεται ἤδη στὸν Ὅμηρο, ὁ πνευματικὸς θάνατος ἔχει ἐδῶ μεγάλο ἀντίπαλο, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀκατάβλητος στὴν διαρκῆ φροντίδα τοῦ Θεοῦ,[329] ἀλλὰ ὁ μεταθανάτιος βίος παραμένει σκανδαλώδης — σκιώδης καὶ ἀναιμικός.