“Ἔτσι κυκλόφερνε αὐτὰ στὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή του, ὅταν πλησίασε ὁ γυιὸς τοῦ δοξασμένου Νέστορα χύνοντας καυτὰ δάκρυα, καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὴν θλιβερὴ εἴδηση. ‘Γιὲ τοῦ θεόφρονα Πηλέα, ἀλίμονό μου, τὰ νέα ποὺ θὰ μάθεις εἶναι ἀλήθεια πολὺ θλιβερά, μακάρι νὰ μὴ στὰ ἔφερνα. Κεῖται ὁ Πάτροκλος καὶ μάχονται γύρω ἀπὸ τὸ γυμνὸ κορμί του, ἐνῷ τὰ ὅπλα σου τὰ ἔχει ὁ λαμπρόσκεπος Ἕκτορας’. Ἔτσι μίλησε ἐκεῖνος, καὶ τὸν ἄλλο τὸν κάλυψε σύννεφο μαύρης λύπης· καὶ μὲ τὰ δύο χέρια του πῆρε στάχτη καὶ τὴν ἔρριξε στὸ κεφάλι· καὶ ντρόπιασε τὸ ἔνδοξο πρόσωπο· καὶ πάνω στὸν θεϊκὸ χιτώνα χυνόταν ἀπὸ παντοῦ μαύρη στάχτη, ὥσπου ὁ ἴδιος ὁλόκληρος καταγκρεμίστηκε στὰ χώματα καὶ κείτονταν”.[338]

Ἡ √ΝΕΚ σημαίνει τὸν θάνατο καὶ παρήγαγε σειρὰ σχετικῶν λέξεων, ὅπως εἶναι ὁ νεκρὸς (νέκυς), ἡ νεκὰς (σωρὸς πτωμάτων) καὶ ἀκόμη τὸ νέκταρ, ἱερὸ ποτὸ τῆς ἀθανασίας (ἡ κατάληξη ταρ σημαίνει τὴν νίκη). Ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ ἀκριβῶς τὶς ἀντιθέσεις χαρίεν–ᾔσχυνε καὶ νεκτάρεος–μέλαινα γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀπομάκρυνση πιὰ τοῦ Ἀχιλλέα ἀπὸ τὴν θεία ζωή, ἀθανασία καὶ δόξα, τὴν ἀρχὴ τῆς καθόδου του στὸν ἅδη. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄλογά του, δῶρα τοῦ Δία ἀθάνατα καὶ ἀγέραστα, πικραίνονται στὴν θέα τοῦ ἄψυχου σώματος.