321 Ὁμοίως ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὴν διήγηση τῆς προπατορικῆς ‘ἐξέγερσης’. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι, ἐλλείψει συνειδήσεως ἰσοθεΐας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔμφαση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐνίσχυε συμπλέγματα ἐνοχῆς, ἀπ’ ὅπου καὶ ροπὴ στὴν σύμβαση ἀντὶ φιλίας, ὥστε ἐπίσης στὴν πειθαρχία ἀντὶ φιλοσοφίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μόνο ἡ χριστιανικὴ περίοδος θὰ συναγάγει καὶ γονιμοποιήσει τὴν σημασία τῆς κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ ποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
322 Βλ. π.χ. στὴν Ἰλιάδα Α 490–1.
323 Σόμερσταϊν, “Μαθαίνοντας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες”, ὅ.π., σ. 80.
324 Πλάτων, Θεαίτητος 176a κ.ἑ. — πρβλ. τὸν Φαίδωνα 107e–108c, καὶ Πλωτίνου Ἐννεάδες 1, κεφ. 6, ἑν. 6.
325 Κόρνφορντ, Ἡ ἄγραφη φιλοσοφία, ὅ.π., σ. 29. Ὅμως δὲν ἦταν ‘μιὰ θεωρία’, ἀλλὰ συναίσθηση, τὴν ὁποία ὁ κόσμος πράγματι δὲν ‘ὑπαγορεύει’, ὅμως εὐνοεῖ, καὶ μὲ δύναμη, ἐφόσον ἡ ὕπαρξη συγκροτεῖται ὡς κίνηση, τὴν φυσιολογικὴ κατεύθυνση τῆς ὁποίας κάθε νοῆμον πλάσμα δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ καταλαβαίνει στὴν φθορὰ καὶ τὸν ἀφανισμό.
326 Βλ. Ὀδύσσεια σ 138–140.
327 Ὅ.π., σ 142.
328 Ἐπίκτητος, Διατριβαί, βιβλ. 1, κεφ. 18, ἑν. 19· πρβλ. τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, Λόγος η΄, κεφ. 29.