Πρῶτος ὁ Ἡσίοδος καταλαβαίνει τὰ ὁμηρικὰ αἰνίγματα ὡς συγκρούσεις τραγικές, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἰσοκυρίας συγκρουόμενων λόγων. Στὴν Θεογονία ἀρχὴ Θεῶν καὶ ἀνθρώπων (ὄχι ἄναρχη ἡ ἴδια, ὅπως ἔχουμε δεῖ) ἀναγνωρίζεται τὸ ἀπρόσωπο Χάος: καμμιά γνωστὴ ὕπαρξη, θνητὴ ἢ ἀθάνατη, δὲν ἀπολαμβάνει τὴν ἐλευθερία ἀπόλυτης κυριότητας. Ἡ ἴδια ἡ θέληση γιὰ ζωὴ ἀποτελεῖ αἰφνιδίως ὕβριν καὶ τὸ γίγνεσθαι ἀποκαλύπτεται ἀτέρμονη δίκη ἔρις.[335]

Θεοὶ καὶ ἄνθρωποι δὲν ἦσαν γι’ αὐτὸ λιγώτερο θεϊκοί, ἡ ἰσχὺς παραμένει ἀξιολογικῶς δευτερεύουσα ἰδιότητα, ὅμως καὶ τὸ πάθος φαινόταν νὰ διαιωνίζεται παραλόγως. Μέσα στὴν ὁμίχλη αὐτὴ δώρου ἄδωρου, τὸ αἴτημα τῆς φιλοσοφίας ὑπερέβαινε τελείως τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπιβίωσης καὶ ἀκόμη τὴν ἁπλὴ φιλομάθεια, γεννιόταν ὡς βαθειὰ ἑνότητα Γνώσης, Ταπεινοφροσύνης καὶ Προσευχῆς — ἤδη στὸν Ὅμηρο…

“Πατέρα Δία, σῶσε ἀπὸ τὴν ὁμίχλη τοὺς γυιοὺς τῶν Ἀχαιῶν, κάνε πιὰ αἰθρία, δόσε στὰ μάτια μας νὰ δοῦν, καὶ μέσα στὸ φῶς κατάστρεψέ μας, ἀφοῦ ἔτσι θέλεις”.[336]

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ αὐτὴ τῆς φιλίας τους εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Δὲν προηγεῖται ἀντιλογία ἢ ὁποιαδήποτε ἀμφισβήτηση, ἐνῷ αἰσθήματα ἐνοχῆς δὲν ἀναπτύσσονται σημαντικὰ οὔτε κἂν στὸν Ἡσίοδο, ὁ ὁποῖος εὔχεται νὰ εἶχε γεννηθεῖ σὲ καλύτερη γενιά. Ἡ κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας καὶ προσωπικὴ ἁμαρτία ἔμοιαζε μέρος καθολικῆς καὶ κατ’ οὐσίαν ἀνεξήγητης καταδίκης, ἀνάγκης ἀδυσώπητης καὶ ὅμως μητέρας[337] τοῦ παντός, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε ὁριστικὰ τὴν ἑνότητα τῆς φιλίας, ὥστε τὸ συναίσθημα ὁδηγεῖτο φυσιολογικὰ στὴν λύπη καὶ ἡ σκέψη στὴν ἀπορία.