Ἑστιάζοντας στὴν ὀργὴ τοῦ Ἀχιλλέα ὁ Ὅμηρος ἀναγνώριζε ὡς πρωταρχικὸ θεμέλιο τῆς ἀνθρώπινης πράξης καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἀποτυχίας της τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία.[321] Στὰ ὁμηρικὰ ἔπη ὁ ἄνθρωπος καταλάβαινε τὸν ἑαυτό του ἀπίστευτα ἐλεύθερο, κι ἐπάνω στὴν φοβερὴ αὐτὴ ἐλευθερία οἰκοδομήθηκε ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία, ἡ ἐλευθερία στὴν συζήτηση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, ἡ νίκη στὴν ὁποία χαρίζει δόξα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν νίκη στὸν πόλεμο,[322] καὶ ἀκόμα ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου νὰ φέρει τὰ πάντα στὴν διερώτηση.
“Ὁπωσδήποτε ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ δημόσιου βίου στὸν ἑλληνικὸ κόσμο εὐνοοῦσε ἰδιαίτερα τὴν ἔρευνα, τὴν ἱστορία, τὴν ἀμφισβήτηση καὶ τὴν δοκιμὴ τῆς ‘παραδεδομένης γνώμης’, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Αὐτὸ δὲν ἴσχυε μόνο γιὰ τὶς μεγάλες κοινότητες, ὅπως τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολὺ μικρὲς καὶ ἄσημες. Δύο μεγάλοι φιλόσοφοι ποὺ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχὴ — ὁ Δημόκριτος, ὁ πατέρας τῆς ἀτομικῆς θεωρίας, καὶ ὁ Πρωταγόρας — προέρχονται καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν μικρὴ πόλη τῶν Ἀβδήρων στὰ παράλια τῆς Θράκης. Τὴν ἴδια πνευματικὴ στάση βλέπουμε καὶ σὲ παλαιότερες περιόδους. Συναντᾶμε ἐκτεταμένη ἀμφισβήτηση τῆς παραδεδομένης σοφίας, ρητὴ καὶ ἔμμεση, στὴν Ἰλιάδα”.[323]