“Ἀλίμονο, ποὺ πράγματι οἱ θνητοὶ κατηγοροῦν τοὺς Θεούς, γιατὶ ἀπὸ μᾶς λένε τοὺς εἶναι οἱ συμφορές, ἐνῷ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ἀπὸ δικά τους σφάλματα, πάνω ἀπὸ τὴν μοῖρα, ἔχουν τοὺς πόνους … Ἀλλὰ τὸν θάνατο, ὅμοιο γιὰ ὅλους, οὔτε οἱ Θεοί, κι ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶνε, δὲν μποροῦν νὰ διώξουν”.[330]

Ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ τραγωδία οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν νὰ διδάσκονται ἔμπρακτα, ἀναλογιζόμενοι στὸν Ὅμηρο τὴν πεῖρα τοῦ βίου τους, ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν κατασκευάζεται — στὴν συνείδηση, τὴν ἱστορία ἢ ὁπουδήποτε — καὶ ἀκόμη ὅτι δὲν ἄξιζαν τὸ Δῶρο ποὺ ἀπολάμβαναν, τὸ ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἐπρόκειτο νὰ κρατήσουν γιὰ πάντα, μολονότι συνέχιζαν νὰ τὸ καταλαβαίνουν ὡς Δῶρο τελείως δικό τους ἀπὸ τελείως δικό τους Θεό.

Ἐδῶ ἔχει τὴν πηγή της σειρὰ συγκρουόμενων αἰσθημάτων — Θεὸς Πατέρας ἀλλὰ καὶ Φοβερός, ζωὴ Φωτὸς ἀλλὰ καὶ Ὁμίχλης, Γνώσης καὶ Μοναξιᾶς, Ἔρωτα καὶ Ἀνάγκης… — μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ἀπώλειας νὰ ὑπερισχύει ὅλων: “θάνατος καὶ μοῖρα”,[331] μοῖρα εἶναι ὁ θάνατος, νηλεὲς ἦμαρ.[332] Ἀνάμεσα στὴν κοινὴ μοῖρα τῶν ἀνθρώπων ὡς θνητῶν καὶ τὴν προσωπικὴ εὐθύνη, τὰ ὅρια δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι εὐδιάκριτα: πεφύκασι ἅπαντες ἁμαρτάνειν, δηλώνει ὁ Θουκυδίδης,[333] ἐνῷ στὸν Ὅμηρο ὁ ἴδιος ὁ Δίας ἀπομένει ἀνήμπορος μπροστὰ σὲ μιὰ ἀνάγκη ποὺ ματαιώνει κάθε ἀνθρώπινη πράξη ὁποιαδήποτε, μονολογῶντας ὅτι “πιὸ δυστυχισμένο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει πουθενὰ τίποτα, ἀπ’ ὅλα ἐπάνω στὴ γῆ ποὺ ἀνασαίνουν καὶ σέρνονται”.[334]