Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι κάτι δευτερεῦον στὴν πίστη. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν προχωράει μὲ τὴν καρδιά του ἀλλὰ ὑποτάσσεται στὸ δέον, δημιουργεῖ τὴν πίστη σὰν μιὰ ξένωση, ἑπομένως αὐταπάτη.

Ἤδη στὶς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησίας, ὁρισμένοι ἀντιτάχθηκαν στὸν νηπιοβαπτισμό, νομίζοντας ὅτι ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας ἐπιβάλλει τὴν δυνατότητα γιὰ βάπτιση σὲ ἡλικία ὅπου τὸ ἔχει ἀποφασίσει ὁ βαπτιζόμενος. Ἡ τάση αὐτή, ποὺ προφανῶς δὲν ἐπικράτησε, ἀνεδείχθη καὶ ἔγινε ἀποδεκτὴ αἰῶνες μετά, στὸν προτεσταντισμό. Μάλιστα ὅταν ἔχει γίνει συνειδητὸ πὼς ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς πίστης, ἡ ἀντιπαράθεση στὸν νηπιοβαπτισμὸ μοιάζει εὔλογη, καὶ ὅσο παρατηρεῖ κανεὶς ἀπὸ ἀπόσταση, παραμένει εὔλογη.

Ὁ νηπιοβαπτισμὸς ἐπιτρέπει στοὺς γονεῖς νὰ μεταδώσουν στὰ παιδιά τους τὴν πίστη ποὺ συμμερίζονται οἱ ἴδιοι. Ὅμως δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ  κάνουν καὶ μιλῶντας, καθοδηγῶντας, συμβουλεύοντας, ἔστω χωρὶς νὰ ἔχει προηγηθεῖ βάπτιση, ἐφόσον τὸ παιδὶ μεγαλώνει μαζί τους, ἕως ὅτου φθάσει καὶ σὲ ἡλικία ὅπου, ὑποτίθεται, εἶναι ὥριμο νὰ ἐπιλέξει ἂν θὰ βαπτισθεῖ;