Στὸν προτεσταντισμὸ τὸ θεμέλιο βρίσκεται στοὺς δεσμοὺς αἵματος, ὅπου ἐπ-οικοδομοῦνται θρησκευτικὲς σχέσεις καὶ ἀναφορές, ὑπὸ τὴν μορφὴ περίπου τῶν χόμπυ, ὅπως ὅταν ὁ πατέρας ἀνήκει ἂς ποῦμε σὲ λέσχη βιβλιόφιλων, ὁ γιὸς σὲ λέσχη ὀπαδῶν μιᾶς ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας, ἡ μητέρα σὲ ὁμάδα φιλανθρωπιῶν, κλπ.

Ἡ Ὀρθοδοξία οἰκοδομεῖ τὶς οὕτως ἢ ἄλλως καταργούμενες καὶ ἀόρατες γιὰ τὸν Θεὸ σχέσεις φύλων, φυλῶν καὶ αἵματος στὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς θρησκείας, ὁπότε αὐτονόητος ὁ νηπιοβαπτισμός, καὶ ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ἡ συμμετοχὴ σὲ ἄλλα Μυστήρια. Ἀπὸ τὴν ἰδανικὴ αὐτὴ ἀρχή, τὴν πνευματικὴ περιουσία μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ‘προικίζει’ τὴν οἰκογένεια στὴν σύστασή της, ἀρχίζουν ἀπομακρύνσεις μέχρι τῆς πιὸ ἀπόλυτης δυνατῆς διασπάσεως. Στὴν Ὀρθοδοξία καμμία οἰκογενειακὴ σχέση δὲν εἶναι βέβαιη καὶ αὐτονόητη: “καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς…” (Ματ. 23.9)

Μὲ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο νὰ θεμελιώνει τὴν γονιδιακὴ συγγένεια, ἂν τὸ ἴδιο τὸ νόημα τοῦ βίου ἀρχίσει νὰ χωρίζει τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας, οἱ δεσμοὶ αἵματος καὶ κάθε δεσμὸς ὁποιοσδήποτε, στὸν βαθμὸ τῆς ἀπόστασής του ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα, ἀπαξιώνεται, κι ἔτσι χωρίζει ὁ γιὸς ἀπὸ τὸν πατέρα, ἡ κόρη στρέφεται ἐναντίον τῆς μητέρας, κλπ.