– Μπά! ἔκαμε γελῶν ὁ Σταμάτης. Καὶ σιγὰ πρὸς τὸν Μπαρέκον ἐψιθύρισεν:

– Ὁ Ἀλιβάνιστος!

– Μεγάλο θάμμα! εἶπεν ὁ Μπαρέκος.

– Πῶς ἔκαμες, βλοημένε κ᾿ ἔχασες τὸν δρόμο; ἠρώτησε τὸν παπᾶν ὁ Ἀγγελῆς ὁ Πολύχρονος.

– Μὴ ρωτᾶτε… θέλησα νὰ πάω ἀπ᾿ τὸν ἄλλο δρόμο,… ἀπ᾿ τὰ Ῥόγγια… εἶπεν ἀσθμαίνων ὁ παπάς· ἤθελα νὰ ἰδῶ τὸ χωράφι·… εἶπε νὰ τὸ σπείρῃ, κεῖνος ὁ Ντανάκιας καὶ τ᾿ ἄφησε ἄσπαρτο… κ᾿ ἐγὼ χαμπάρι δὲν εἶχα, τόσους μῆνες τώρα… Ἂς εἶνε καλὰ ὁ ἄνθρωπος… Εἶχα καὶ δυὸ τρεῖς ἁγιασμοὺς νὰ κάμω, κ᾿ ἐνύχτωσα… Καλὰ ποὺ ἔπεσα κοντὰ στὸ καλυβάκι τοῦ μπάρμπα-Κόλια ἐδῶ (δεικνύων τὸν καλούμενον Ἀλιβάνιστον), καὶ μ᾿ ἐβοήθησε νὰ βρῶ τὸ δρόμο! …Ἂς ἔχῃ τὴν εὐχή!

Ὁ παπα-Γαρόφαλος ἐδείκνυεν ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἀπεκάλει μπάρμπα-Κόλιαν, ὅστις ὅμως, ὡς ἀληθὴς σκιὰ εἶχεν ἀρχίσει νὰ γλιστρᾷ ὄπισθεν τῶν δένδρων, καὶ ν᾿ ἀπομακρύνεται.

Ὁ Μπαρέκος, τρέξας, τὸν ἔδραξεν ἰσχυρῶς ἀπὸ τὸν βραχίονα.

– Ποῦ πᾶς, μπάρμπα-Κόλια; εἶπε. Τώρα δὲ σ᾿ ἀφήνουμε… τελείωσε! Φέτος θὰ κάμωμε Ἀνάστασι μαζύ!…

Ὁ Σταμάτης, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ γέλοια, ἄρχισε νὰ κάμνῃ μὲ τὸ φανάρι τὸ ὁποῖον ἐκράτει, κινήματα ὡς νὰ ἐλιβάνιζε, πρὸς τὸ βάθος εἰς τὸ μέρος ὅπου ἵστατο τὸ σύμπλεγμα τοῦ Μπαρέκου καὶ τοῦ μπάρμπα-Κόλια.