Ἡ Ἀφέντρα ἐνόησεν ἀμέσως τὴν ἁπλοϊκὴν εὐσυνειδησίαν τῆς γραίας.

– Ἔ, καλά, εἶπε· νὰ ποὺ τὸν ηὖρες τώρα, στὴν Ἀνάστασι. Ὥρα τοῦ Ἀσπασμοῦ, τῆς ἀγάπης εἶναι. Νὰ σχωρεθῇς, νὰ τὸ πῇς τοῦ παπᾶ, καὶ θὰ σ᾿ ἀφήση νὰ μεταλάβῃς.

Ἡ Μολώτα ἠκολούθησε κατὰ γράμμα τὴν συμβουλὴν τῆς Ἀφέντρας. Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, ἠσπάσθη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν, εἶτα ἐζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Κόλιαν.

Ἀκολούθως, τὴν ὥραν τοῦ Κοινωνικοῦ, ἐπλησίασε μαζὺ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας εἰς τὴν βορείαν πύλην τοῦ ἱεροῦ, ὅπου ὁ ἱερεὺς ἀνέγνωσεν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν των τὴν συγχωρητικὴν εὐχήν, ἐνῷ ὁ μικρὸς ψάλτης ἐμινύριζε τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε».

Μετὰ τὴν Ἀπόλυσιν, ἅμα οἱ ἄνδρες ἐξῆλθον, ὁ Σταμάτης συναντήσας τὸν Κόλιαν τὸν ἐχαιρέτισε:

– Χριστὸς ἀνέστη, μπάρμπα-Κόλια! Καλὴ ὥρα ἦτον ποὺ σ᾿ ηὗρα χτές.

Καὶ ὁ γέρων ἐρημίτης ἀπήντησεν:

– Ἀληθῶς ἀνέστη, βρέ! Δὲν εἶμαι ἀλιβάνιστος!