– Τί θέλει ἀποκεῖ, κατὰ τὸν Ἀσέληνο;

– Γνώρισα τὴ φωνή του, εἶπεν ὁ Σταμάτης. Θὰ ᾖρθε ἀπὸ τὸν ἄλλον δρόμο, ἀπ᾿ τὰ χωράφια, κ᾿ ὕστερα ἔπεσε μέσα στ᾿ ὀρμάνι, κ᾿ ἐχάθηκε.

Οἱ δυὸ βοσκοὶ κι᾿ ὁ Σταμάτης, κι᾿ ὁ Πολύχρονος, ὅστις ἔτρεξε κατόπιν των, ἀνῆλθον τὴν ὀφρὺν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀπήντησαν διὰ φωνῶν εἰς τὰς ἠχοῦς τὰς ὁποίας ἤκουον.

– Ἐλᾶτε!… Ἐδῶ εἴμαστε!… ἔκραξε μὲ στεντορείαν φωνὴν ὁ Σταμάτης.

– Μὰ πῶς, δὲν βλέπουν κοτζὰμ φωτιά; εἶπεν ἐν ἀπορίᾳ ὁ Πηλιώτης.

– Θὰ ἔχουν πέση μέσα ῾σε κακοτοπιά, στὸν ἤσκιο τοῦ βουνοῦ. Τὸ φεγγάρι δὲν ψήλωσε ἀκόμα.

– Πάω νὰ φέρω τὸ φανάρι! ἔκραξεν ὁ Σταμάτης.

Κ᾿ ἔτρεξε κάτω, εἰς τὸν περίβολον τοῦ Ἅϊ-Γιαννιοῦ, ὁπόθεν ἐπανῆλθε μετ᾿ ὀλίγον φέρων φανάρι ἀναμμένον. Ὁ Σταμάτης κρατῶν τοῦτο, ἐπροπορεύθη, καὶ οἱ τρεῖς ἄνδρες τὸν ἠκολούθησαν ἐν μέσῳ τοῦ δάσους. Μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ αἱ φωναὶ ἠκούοντο πλησιέστεραι, καὶ τέλος, ἐφάνη ὁ παπάς, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν ἀνεψιόν, τὸν βοηθόν του, σύροντα ἀπὸ τὴν τριχιὰν ἕνα γαϊδουράκι, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν φορτωμένα τὰ «ἱερά» τοῦ παπᾶ. Ἀλλὰ τελευταῖα ὅλων ἐφάνη καὶ μία σκιά, ἥτις ἐφαίνετο ἀποφεύγουσα ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ.