Ἡ Μολώτα ἔμενε παραπίσω. Ἤθελε νὰ ἰδῆ ἂν ὁ μπάρμπα-Κόλιας, ὁ Ἀλιβάνιστος, θὰ εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸν ἢ ὄχι. Ὁ Κόλιας καταρχὰς ἐπέμενε νὰ μένῃ ἔξω, ἐπὶ προφάσει ὅτι θὰ ἐβοήθει τοὺς δυὸ παραγυιοὺς τοῦ Μπαρέκου εἰς τὸ σούβλισμα καὶ ψήσιμον τῶν ἀρνίων, διὰ τὰ ὁποῖα ἑτοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ὁ Μπαρέκος ὅμως ἐφοβήθη μήπως «τὸ στρίψῃ», καὶ τὸν ἐβίασε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναὸν μαζύ του, λέγων ὅτι «ὁ μουσαφίρης δὲν κάνει ῾πηρεσία».

Τότε ἡ Μολώτα ἔμεινεν ἀπ᾿ ἔξω, μισοκρυμμένη εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας τοῦ ναοῦ καὶ κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Ὅταν ἐβγήκαν ὅλοι λαμπαδηφοροῦντες εἰς τὸ ὕπαιθρον, διὰ νὰ κάμουν Ἀνάστασιν, αὕτη ἀπελθοῦσα ἐκρύβη εἰς τὴν βορειανατολικὴν γωνίαν, σιμὰ εἰς τὴν θυρίδα τῆς Προσκομιδῆς. Ἐκεῖθεν ἤκουσε κι᾿ αὐτὴ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».

Ὅταν τὸ πλῆθος εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὸν ναόν, μὲ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα», τὸ γοργὸν ἐμβατήριον, ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζενας ἔμεινε παραπίσω καὶ ᾖλθε πλησίον τῆς Μολώτας.

– Γιατί δὲν ἔρχεσαι μέσ᾿ στὴν ἐκκλησιά; τῆς εἶπε. Λεχώνα εἶσαι;

– Σύλε, πιδί μ’, ἀκούσης καλὸ λόγο· τῆς εἶπεν ἡ Μολώτα. Ἂφσ᾿ ἐμένα.