Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸν Ἅϊ-Γιάννην, παράδοξον πρᾶγμα συνέβη. Ἡ θεία Μολώτα, καθὼς ἐκάθητο ἔξωθεν τοῦ ναοῦ, ἅμα εἶδε τὸν Κόλιαν, ἐταράχθη νευρικῶς, ἐστράφη βιαίως πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ. Ἡ Ἀφέντρα, ἥτις ἦτον στὸ πλάγι της, τὴν εἶδε, καὶ ἐνόησεν ὅτι κάτι συνέβαινε·
– Τί ἔχεις, θεία Μολώτα;
Ἡ γραῖα τῆς ἔνευσε νὰ σιωπήσῃ. Ἐν τοσούτῳ, ἀφοῦ ἡ συνοδία ἐπροχώρησεν εἰς τὸ κέντρον τοῦ περιβόλου, ἡ Μολώτα ἔρριψε πλάγιον βλέμμα πρὸς τὸ σύμπλεγμα τῶν ἀνδρῶν, κ᾿ ἐκατέβασε χαμηλὰ τὴν μαύρην μανδήλαν της, ἔκρυψε τὰ ὀφρύδια, τοὺς κροτάφους, καὶ μὲ τὰ τσουλούφια τῆς κόμης της, καὶ μὲ τὰ κλωνιὰ τῆς μανδήλας, ἐκάλυψε τὸ κατωσάγονον καὶ τὰ μάγουλα.
Ἡ Ἀφέντρα τὴν ἐκύτταζε μὲ ἄπληστον περιέργειαν.
– Τί ἔπαθες, θειὰ Μολώτα; ἠρώτησε καὶ πάλιν.
– Σώπα, σ᾿ λένε! ἐψιθύρισεν ἡ Μολώτα.
Εὐθὺς τότε ὁ παπὰς εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, τὸν ὁποῖον ὁ Σταμάτης, ἀπὸ τὴν ἡμέραν, πρὶν νὰ πάγῃ ἀκόμα διὰ πεταλίδας καὶ καβούρια, εἶχε στολίσει μὲ δάφνας καὶ μυρσίνας, καὶ ὅστις ἤστραπτεν ἀπὸ κοσμιότητα καὶ καθαριότητα.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν, καὶ μαζὺ μὲ τὸν ἀνεψιόν του ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Κύματι θαλάσσης». Ἡ Ἀφέντρα, ἡ Φωλιώ, κ᾿ αἱ γυναῖκες καὶ τὰ θυγάτρια τῶν ποιμένων, εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν, κ᾿ ἐκόλλησαν πολλὰ κηρία εἰς τὰ μανουάλια.