Ὁ γέρων ἐφαίνετο ἀληθὴς λυκάνθρωπος. Ἐφόρει εἶδος ράσου, ἀπροσδιορίστου χρώματος, καὶ μαύρην σκούφιαν, εἶχε μακρὰν κόμην, μαύρην ἀκόμη, καὶ ψαρά, σγουρὰ γένεια. Ἐδυσανασχέτει διότι τὸν ἐκράτει μὲ τὴν ρωμαλέαν χεῖρα του ὁ Μπαρέκος, κ᾿ ἤθελε νὰ φύγῃ.

– Ἄφσε με, νὰ ζήσῃς! Δὲν μπορῶ!… τί Ἀνάστασι νὰ κάμω ῾γω… τί μὲ θέλετ᾿ ἐμένα… Ἐσεῖς κάμετε Ἀνάστασι. Μὲ γειά σας, μὲ χαρά σας!… Πάω στὸ καλύβι μου, ῾γώ!

Τότε ὁ παπα-Γαρόφαλος ἔλαβε τὸν λόγον·

– Νἄχης τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου! Ἔλα! … Νὰ πάρῃς εὐλογία! … Νὰ μοσχοβολήσ᾿ ἡ ψυχή σου! Ἔλα ν᾿ ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας! Μὴν ἀδικῇς τὸν ἐαυτόν σου! Μὴν κάνῃς τοῦ ἐχτροῦ τὸ θέλημα! … Πάτα τὸν πειρασμό! Ἔλα, Κόλια! Ἔλα, Νικόλαε, ἔλα! Νικόλαε μακάριε! Ὁ ἅγιος Νικόλαος νὰ σὲ φωτίσῃ!

Ὁ μπάρμπα-Κόλιας ἤθελε νὰ ἔλθῃ, ἀλλ᾿ ἐντρέποντο. Ἐπαραξενεύετο πολύ. Θὰ ἐπεθύμει νὰ τὸν ἀπῆγον διὰ τῆς βίας.

Ὁ Μπαρέκος, ὡς νὰ εἶχεν εἰσδύσει εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς του, ἔκραξε τοὺς δυὸ ἄλλους βοσκοὺς πλησίον του. Οὗτοι, ἡμιπαίζοντες, ἡμισπουδάζοντες, ἔβαλαν τὰς χεῖρας των εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τὰς ὠμοπλάτας τοῦ Κόλια. Ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει τὸν ἀπήγαγον, κάτω νεύοντα, ἐπιθυμοῦντα ν᾿ ἀκολουθήσῃ, καὶ τείνοντα ν᾿ ἀποσκιρτήσῃ.