– Μὰ τί ἔχεις;

– Τίποτα.

Ἐπέμεινε.

– Θὰ μοῦ πῇς τί ἔχεις;

Ἡ γραῖα ἀνένευσε, καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπ᾿ αὐτῆς. Ἡ Ἀφέντρα ἠναγκάσθη ν᾿ ἀπέλθῃ. Μετ᾿ ὀλίγην ὅμως ὥραν, ὅταν ἄρχισεν ὁ Ἀσπασμός, ἡ Μολώτα ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, κ᾿ ἔνευσεν εἰς τὴν Ἀφέντραν νὰ ἐξέλθῃ. Τὴν ἔφερεν εἰς τὴν ἰδίαν καὶ πρὶν θέσιν, ἀριστερόθεν τοῦ ναοῦ.

– Τώλα, ἐγὼ πῶς θὰ μεταλάβου; τῆς λέγει.

– Γιατί; τί τρέχει;

– Τώλα, δὲ φιλοῦν Βγαγγέλιο κι Ἀνάστασι;

– Ναί.

– Πῶς νὰ πάω ῾γὼ ν᾿ ἀνησπαστῶ;

– Πῶς θὰ πᾶς; Μὲ τὰ ποδάρια σ᾿, εἶπεν ἡ Ἀφέντρα.

– Εἶδες κεῖνον ἄθλωπο;

– Ποιόν;

– Κόλια;

– Τὸν Ἀλιβάνιστο; Ἔ, τί;

Ἡ Μολώτα ἔκυψεν, ἐταπείνωσε τὴν φωνὴν καὶ εἶπε:

– Σὰν ἤμουν ἐγὼ μικλὸ κολίτσι, αὐτὸς μ᾿ ἤθελε γυναῖκα. Πλὶν ἀλλωστήσω, κι πιαστῆ φωνή μου, μ᾿ ηὖλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενὸ σοκάκι, μ᾿ ἔ… (ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τῆς Ἀφέντρας, κ᾿ ἐψιθύρισε μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην) μ᾿ ἐφίλησε…

Ἡ Ἀφέντρα ἔπνιξε βαθύν, ἀργυρόηχον γέλωτα. Ἡ γραῖα ἐπανέλαβε:

– Πατέλας δὲν τὸν ἤθελε γαμπλό. Πῆλα ἄλλον. Χήλεψα. Αὐτός, εἶπαν, πῆλε καϋμό, πῆγε βουνά, ἀγλίεψε, δὲν πάτησ᾿ ἐκκλησιά… Ἐγὼ ἔχω τὸ κλίμα.