Πολλὰς ὀργυιὰς κάτω, ἡ κοιλὰς διχάζεται εἰς δυό, καὶ τὰ δίδυμα ρεύματα συμβάλλουσιν εἰς ἕνα ποταμόν, ἐκβάλλοντα εἰς τὴν θάλασσαν· τὸ ἄλλο ρεῦμα, πλουσιώτερον πολύ, ἔρχεται ἀπὸ τὴν βρύσιν τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου. Ἡ πηγὴ ἐκείνη εἶναι τόσον ἄφθονος, ὥστε, λέγουσιν οἱ βοσκοὶ τοῦ τόπου, ὅταν εἶναι ἀνομβρία, τότε τὰ νερά της πληθύνονται.

Τὰ παιδία, ἡ ἀσυμπαθὴς καὶ ἄστοργος συντροφιά μου, κατέβαινον, ἔτρεχον, ἐχάνοντο· ἐκυλίοντο, οἰονεί, τὸν κατήφορον, κ᾿ ἐκυνηγοῦσαν τὰ καβούρια, μέσα εἰς τοὺς διαφόρους λάκκους τοῦ νεροῦ. Ἔτρεχα, ἐπλανώμην κ᾿ ἐγὼ κατόπιν των. Ἔψαχνα νὰ εὕρω καβούρια.

Μὲ τὸ σήκωμα τῆς πέτρας, ἐθόλωναν τὰ νερά, καὶ τὰ καβούρια ἐκρύπτοντο. Ἂν ἐδοκίμαζα νὰ ἁρπάσω ἓν εἰς τὰ τυφλά, μοῦ ἐδάγκανε τὰ δάκτυλα· ἐπόνουν, τὸ ἄφηνα, κ᾿ ἐκεῖνο ἔφευγε. Νὰ τὸ πιάσω μὲ προφύλαξιν, νὰ φυλαχθῶ ἀπὸ τὰ δυὸ κυκλοτερῆ, μακρὰ στόματά του, δύσκολον ἦτο, ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔβλεπα καλά· τὰ νερὰ θολωμένα.

Καθὼς μ᾿ ἐδάγκαναν τὰ καβούρια, οὕτω μὲ ὠνείδιζαν καὶ τὰ παιδία. Δυὸ ἢ τρία ἐξ αὐτῶν, ἄνευ αἰτίας, ἤρχισαν νὰ μὲ «ἀναγορεύουν», ὅπως λέγουν εἰς τὴν γλῶσσαν των, νὰ μὲ προσφωνοῦν δηλαδὴ μὲ ὑβριστικὰ ἐπίθετα. Ἐγὼ ἤρχισα νὰ κλαίω.