Πάραυτα ἡ φοράδα ἐσταμάτησε, καὶ ἤρχισε νὰ βόσκῃ ἥσυχα εἰς τὸ χόρτον.

Ὁ πατήρ μου καὶ αἱ συνοδοί μας δὲν ἐφαίνοντο πλέον ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἀλλ᾿ αἱ φωναί των ἠκούοντο.

– Μὴ φοβᾶσθε! Ἐδῶ εἶμαι! Πήδησα κάτω! ἐφώναξα θριαμβεύων ἐγώ.

Εὐθὺς τότε ἔφθασαν ὅλοι πλησίον μου. Ὁ πατήρ μου μόλις ἠδύνατο πλέον νὰ σταθῇ ἀπὸ τὸν κόπον.

– Πῶς ἔκαμες;

Διηγήθην πῶς ἐξεπιάσθηκα τὸ ἀριστερὸ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ παγίδι, πῶς ἐπιάσθηκα μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο χέρι ἀπὸ τὸ παγίδι τὸ δεξί, πῶς μετέφερα τὸ δεξὶ χέρι πρὸς τὰ ὀπίσω τοῦ σαμαριοῦ, πῶς μετεκάθισα μονόπλευρα ἐπάνω στὸ σαμάρι, καὶ πῶς εἶδα ἕνα μικρὸν ὄχθον κ᾿ ἐπήδησα.

– Δόξα σοι, ὁ Θεός!

– Ἐγὼ ἔκαμα τάμα στὸν Ἀϊ-Γιάννη.

– Ἐσὺ ἔταξες, παιδί μ᾿, τίποτα;

– Τί νὰ τάξω; Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀσῆμι γιὰ νὰ κάμω παιδιά.

Ἐγέλασαν αἱ γυναῖκες μὲ τὸν παιδικὸν τοῦτον λόγον. Ἐσήμαινε δὲ τοῦτο τὰ ἀσημένια «παιδιά», τὰ ὁποία προσφέρουν αἱ μητέρες συνεπείᾳ ταξίματος εἰς θαυματουργοὺς εἰκόνας τῶν Ἁγίων. Ὑπῆρχον εἰς τὸ χωρίον μας δυὸ χρυσοχόοι ἀδελφοί, τῶν ὁποίων τὰς ἐργασίας παρηκολούθουν μετὰ περιεργείας, τοὺς ἐζήτουν ἕνα μικρὸ κομματάκι ἀσῆμι, καὶ δὲν μοῦ ἔδιδαν.