Αἱ γυναῖκες ἔβαλαν τὰς φωνάς.

– Ἄχ! Παναΐα μ᾿!

– Τὸ παιδί! τὸ παιδί!

– Εἶδες, ὁ χαζός! ἄφσε κατὰ γῆς τὴν τριχιὰ κ᾿ ἔφυγε…

– Μπά! ὁ ἀθεόφοβος…

– Πώ, πώ! τὸ παιδί…

– Νά, τώρα θὰ τὸ πετάξ᾿ κάτω!

– Βαστάξ᾿, Ἀλέκο!

– Βαστάξου, παιδί μ᾿!

– Χριστέ μ᾿! Παναγία μ᾿!

Ὁ πατήρ μου, ἔξαλλος ἐκ τρόμου, ἔτρεξε τὸν κατήφορον. Ἐπῆρ᾿ ἓν μονοπάτι πλάγιον· ἔπειτα τὸ ἔχασε, κ᾿ ἔτρεχε μέσα στὰ χωράφια. Ἐπροσπάθει ἀπελπιστικῶς νὰ κόψῃ τὸν δρόμον τῆς φοράδας. Ἐπεθύμει νὰ τρέχῃ, εἰ δυνατόν, παραλλήλως. Ἔμενεν ὀπίσω, εἴκοσι βήματα κατ᾿ ἀρχάς· εἶτα ἑκατόν, εἶτα πεντακόσια βήματα. Ἔτρεχε κάθιδρος, πνευστιῶν, πότε ἐρυθρός, πότε πελιδνός, βλοσυρός, ἔκφρων.

– Βαστάξου, καλά! παιδί μ᾿, βαστάξου!

Ἐγὼ ὀρμεμφύτως ἐκρατούμην ἀπὸ τὰ δυὸ προεξέχοντα παγίδια, οἰονεῖ τὰ κέρατα, τοῦ σάγματος. Καὶ ἡ φοράδα ἔτρεχε τρελή, κ᾿ ἡ τριχιὰ ἐσύρετο κάτω, καὶ δὲν ἔτυχε νὰ πιασθῇ πουθενά, εἰς σχισμάδα ἢ χαμόκλαδον ἢ παλουκοειδὲς ξύλον. Καὶ τὶς ἠξεύρει ἂν θὰ ἦτο διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν, ἂν ἐπιάνετο; Ἢ τὸ σχοινίον θὰ ἐκόπτετο, μὲ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἐξηγριωμένου ζῴου, καὶ τότε ἡ μανία του θὰ ηὔξανεν, ἢ τὸ σχοινίον θ᾿ ἀντεῖχε, καὶ τότε ἐγώ, μὲ τὰ ἄτακτα λοξὰ πηδήματα τῆς φοράδας, πιθανὸν νὰ ἐξεσφενδονιζόμην πουθενά, εἰς βράχον ἢ κρημνόν, ἢ ἀκανθώδεις θάμνους καὶ αἰχμηροὺς κορμοὺς κομμένων δένδρων.