Ἐκεῖ, καθὼς ἐκάθισα ἀποκαμωμένος, ἀφανισμένος, ἐπάνω εἰς τὴν ἀπάτητον χλόην, ἀκούμβησα τὴν κεφαλὴν εἰς ἕνα σχοῖνον, καὶ δὲν ἠξεύρω ἂν ἐκοιμήθην ἢ ὠνειρεύθην· ἀλλὰ παρουσιάσθη ἐνώπιόν μου γέρων τις σεβάσμιος, μὲ λευκὴν γενειάδα, καὶ μὲ μακρὸν ράσον. Τὸ πρόσωπόν του εἶχεν ἀκμὴν καὶ ἄνθος νεανικόν, ἂν καὶ ἦτο ὠχρὸν μᾶλλον, καὶ εἶχε κάλλος ὁποῖον μόνον αἱ εἰκόνες ἔχουν.

M᾿ ἐκάλεσεν ὀνομαστί, καὶ εἶπε:

– Πῶς ᾖλθες ἐδῶ, τέκνον;

– Ἔχασα τὸ δρόμο, ἀπήντησα ἐγώ.

Ὁ γέρων ἔσεισε τὴν κεφαλήν.

– Ἔτσι χάνουν τὸν δρόμον τους, εἶπεν, ὅσοι δὲν ἠξεύρουν πόθεν ἔρχονται καὶ ποῦ πηγαίνουν. Μήπως σ᾿ ἔστειλαν πουθενὰ εἰς ὑπηρεσίαν καὶ λέγεις ἔχασα τὸν δρόμον; Διατὶ δὲν ἔκαμες ὑπακοήν; Δὲν σοῦ εἶπεν ὁ πατήρ σου ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνῃς ἐκεῖ μέχρι τέλους τῆς λειτουργίας; Διατὶ ἔφυγες;

Δὲν ἤξευρα τί νὰ τοῦ πῶ. Δὲν μοῦ ἤρχετο μάλιστα νὰ τὸν ἐρωτήσω πῶς τὸ ἠξεύρει.

– Καὶ δὲν σοῦ ἔφθανεν ὁ κίνδυνος ποῦ ἔτρεξες νὰ σὲ σκοτώσῃ ἡ φοράδα, σήμερον τὸ πρωί; Δὲν ἔπρεπεν νὰ σωφρονισθῇς;

– A! ἤσουν ἀντίκρυ καὶ μ᾿ ἔβλεπες; εἶπα ἐγώ, μὴ γνωρίζων τί ἄλλο νὰ εἴπω.