Ἕνα βοσκόπουλον, τῆς ἡλικίας μου, μὲ τὸν λευκὸν χιτῶνα καὶ τὴν καπίτσαν του, κρατοῦν μίαν ράβδον διπλασίου ὕψους ἀπὸ τὸ ἀνάστημά του, τὸ εἶδα νὰ σταθῇ πρὸς στιγμὴν καταντικρύ μου, εἰς τὸ πλησιέστερον πρὸς ἐμὲ μέρος τοῦ βουνοῦ. Πλησίον του ἵστατο μία ἀδελφούλα του, ὡς ὀκτὼ ἐτῶν, μὲ τὴν ποδίτσαν της τὴν ἐρυθρὰν καὶ μαλλίνην, ἀνυπόδητη καὶ ἀκτένιστη.

Ἅμα εἶδα τὰ δυὸ ταῦτα πλάσματα, ἔλαβα θάρρος κ᾿ ἐφώναξα:

– Ἔ! ἐσεῖς, παιδιά!… Ἔχασα τὸ δρόμο… Δὲ μοῦ λέτε ἀπὸ ποῦ νὰ κάμω… πῶς νὰ βγῶ ἀποδῶ;…

Εἰς ἀπάντησιν, ὁ μικρὸς βοσκὸς ἔλαβε μέγα χαλίκιον ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, καὶ τὸ ἐσφενδόνισε πρὸς τὸ μέρος μου. Τὸ χαλίκιον ἔπεσε μετὰ κρότου, κάτω εἰς τὸ κοίλωμα τοῦ ρεύματος. Δεύτερον λιθάριον καὶ τρίτον μοῦ ἔρριψεν ὁ μικρὸς βοσκός. Τὸ ἓν τούτων ὀλίγον ἔλειψε νὰ μὲ φοβίσῃ, ἐκτύπησε δὲ τὸν βράχον, ὅπου ἱστάμην, πέντε βήματα ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Ἡ μικρὰ ἀδελφή του ἐγέλασε μὲ παιδικὴν χαρὰν εἰς τὸ κάμωμα τοῦ ἀδελφοῦ της. Ἐγὼ παρεμέρισα ὀλίγον, κ᾿ ἐκάθισα εἰς τὸ χαμηλότερον μέρος τοῦ βράχου, ἀνάμεσα εἰς τοὺς εὐώδεις θάμνους.