– Ἡμεῖς τὰ βλέπομεν, εἶπε παραδόξως ἐκεῖνος. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χαιρήμων μοναχός, διὰ τὸν ὁποῖον σοῦ διηγεῖτο προχθὲς ὁ πατήρ σου.

Δὲν ἐσκεπτόμην τίποτε. Οὐδ᾿ ἐστοχάσθην κἂν ὅτι ἐκεῖνος ὁ Χαιρήμων μοναχός, περὶ οὗ ἔλεγεν ὁ πατήρ μου, ἦτο πρὸ χρόνων πολλῶν ἀποθαμένος.

– Ὕπαγε, εἶπε· νὰ βάλῃς μετάνοιαν εἰς τὸν πατέρα σου, καὶ νὰ τοῦ εἴπῃς ἐκ μέρους μου ὅτι ὀφείλει νὰ εἶναι αὐστηρότερος πρὸς τὴν νεότητα.

Δὲν ἐνόησα πῶς ἐξύπνησα, οὔτε ἰδέαν εἶχον ἂν εἶχ᾿ ἀποκοιμηθῆ. Εὑρέθην ἔχων ἀνοικτοὺς ὀφθαλμούς. Βαθύ, ἄρρητον ἄρωμα, ὡσὰν ἀπ᾿ ὅλα τὰ θυμάρια, τὰς μυρσίνας, καὶ τ᾿ ἄγρια ἄνθη τοῦ βουνοῦ, μαζευμένα εἰς ἕνα σωρόν, μοῦ ἤρχετο εἰς τοὺς μυκτῆρας. Πλησίον μου ἵσταντο αἱ δυὸ γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι ἀπὸ πολλοῦ μ᾿ ἐζήτουσαν. Ἦτο μεσημβρία ἤδη κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ πέντε ὡρῶν ἔλειπα ἀπὸ τὸν περίβολον τοῦ ναΐσκου, ὅπου εὐρίσκετο ὁ πατήρ μου.

– Ἄχ! ἄπονε, ἀπόκοτε, εἶπεν ἡ μία τῶν δυὸ γυναικῶν. Πῆγες μὲ τὰ παλιόπαιδα κ᾿ ἐγύριζες στὰ χαμένα!

– Καὶ σ᾿ ἀφήσανε κ᾿ ἐχάθηκες μὲς στὸ ρέμα. K᾿ ἐκρύφτηκαν ἀπ᾿ τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα σου. K᾿ ἐμᾶς μᾶς εἶπαν πῶς δὲν σὲ εἶδαν!