Ὅταν ἔφθασα ἐκεῖ, εἶδα ὅτι ὁ δρόμος πλέον ἐκόπτετο, κ᾿ ἐγίνετο ἄβατος. Ἀδύνατον ἦτο νὰ φθάσω ἀντιπέραν, πρὸς δυσμᾶς, εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀσκητηρίου καὶ τῆς ξηρᾶς κρήνης.

Μάτην εἶχα κοπιάσει. Ἔπρεπε νὰ κατέλθω ὀπίσω πάλιν, ὅλην τὴν κατωφέρειαν τῆς κοιλάδος, τὴν ὁποίαν μετὰ τόσου κόπου εἶχον ἀνέλθει, καὶ νὰ ζητήσω τὸν δρόμον μου ἐκεῖ ὅπου τὸν ἔχασα· ὅπου ἐδιχάζετο τὸ ρεῦμα καὶ μὲ εἶχεν ἐγκαταλίπει ἡ ἄστοργος συντροφία μου.

Ἀλλ᾿ ἤμην τόσον ἀποκαμωμένος, ὥστε δὲν ἀντεῖχον πλέον νὰ ὑποστῶ τὴν νέαν ταύτην δοκιμασίαν. Αἱ γυναῖκες, αἱ ἐλθοῦσαι πρὸς ἀναζήτησίν μου, δὲν ἐφάνησαν πουθενά. Εἶχαν λάβει ψευδῆ ἴχνη, καὶ εἶχον κατέλθει πρὸς τὴν παραθαλασσίαν, εἰς τὴν ἄλλην ἄκρην τοῦ ρεύματος. Πρὸ πολλοῦ ἔπαυσα ν᾿ ἀκούω τὰς φωνάς των.

*
* *

Τὴν ὥραν ἐκείνην, ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς μου, ἤκουσα κωδωνισμοὺς καὶ συρίγματα καὶ τραχείας φωνᾶς. Ὄπισθέν μου, ἐσχηματίζετο πρὸς τὰ ἄνω μέγα πύργωμα γῆς, μία ἰδιόρρυθμος κορυφή, ὁμοιάζουσα μὲ ἐπάλξεις φρουρίου. Ἕνα κοπάδι αἰγῶν καὶ ἐριφίων ἀνέβαινε πρὸς τὰ ἐκεῖ, μὲ φωνὰς καὶ συριγμοὺς καὶ ἀτάκτους θορύβους. Πόθεν εἶχεν ἐξέλθει, δὲν ἐνόησα. Βεβαίως θὰ εἶχαν ποτίσει τὸ αἰπόλιον ἄνω εἰς τὴν μάνναν τοῦ νεροῦ, εἰς τὸ κορύφωμα τοῦ μεγάλου ρεύματος τῆς Ζωοδόχου. Καὶ τώρα ἀπεμακρύνοντο ἐν σπουδῇ πρὸς νοτιοδυτικὴν διεύθυνσιν. Ἀπεῖχον ἀπ᾿ ἐμοῦ ὑπὲρ τὰ χίλια βήματα.