Πέραν τῆς κρήνης ἐξέρχεται τώρα ἡ πηγὴ τοῦ νεροῦ, ὡς νὰ ἔχῃ ἀποπλανηθῆ καὶ ζητῇ τὴν μοναξίαν. Ἡ βρύσις βγαίνει ἀπὸ ἕνα βράχον, καλυπτόμενον ἀπὸ μέγαν φουντωτὸν σχοῖνον. Γύρω, γύρω, πλουσία χλόη πρασινίζουσα, κοσμοῦσα τὴν γῆν καὶ τὰς πέτρας, εἰς τὸ βασίλειον αὐτὸ τῶν βράχων. Ἀποστάζει ἀδάμαντας ρευστοὺς τὸ πολυτρίχι, λεπτοφυές, περίεργον χόρτον, τὸ ὁποῖον λέγουν ὅτι ἦτο καλὸν βότανον διὰ τὰς λεχούς. Πελώριος βράχος φράττει ἐν μέρει τὴν θέαν, κάθετος, ὄρθιος, ὡς τοῖχος. Ἄλλοι βράχοι χθαμαλώτεροι, σχιστοί, αἰχμηροί, ἀμαυροί, ὑψοῦνται, κύπτουν, πλαγιάζουν τριγύρω. Ἀπὸ τὰ στήθη τῶν τὰ λάσια ἀπὸ χλόην, κάτω εἰς τοὺς γυμνοὺς πόδας των, ρέει τὸ νερόν. Πότε σχηματίζει ρυάκια καὶ ρεύματα, πότε μικρὰς λίμνας καὶ λεκάνας. Εἰς τὸ μέσον δυὸ βράχων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς ἵσταται ὑπερήφανος, ὁ ἄλλος κυρτός, γονυπετής, ὡς ἐν σχήματι μετανοίας, ἀρχίζει νὰ κροτῇ καὶ νὰ ροχθῇ καὶ νὰ πλαταγῇ ὁ καταρράκτης, ραγδαῖος πίπτων κάτω εἰς τὴν λεκάνην, ὅπου φαίνεται τὸ νερὸν νὰ καταπίνεται. Ὀλίγας σπιθαμὰς παρακάτω ἀναθρώσκει πάλι. Πόθεν ἀναβρύει, ἄδηλον.