Καθὼς μ᾿ ἔφευγαν τὰ καβούρια, οὕτω μ᾿ ἔφυγαν, μετ᾿ ὀλίγον, καὶ τὰ παιδιά. Εἶχαν ἀλλάξει διεύθυνσιν ἔξαφνα, κ᾿ ἐπήγαιναν πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ρεύματος. Ἐκεῖνα ἔτρεχαν, ἐγὼ ἔμενα ὀπίσω.

Δυὸ ἐξ αὐτῶν ἦσαν περίπου συνομήλικά μου. Ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσαρες ἦσαν ἀπὸ δώδεκα ἕως δεκατεσσάρων ἐτῶν. Ἤσαν δέ, ὅσον δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἐκτιμήσω, πανοῦργοι, παμπόνηροι. Ἐθόλωναν τὰ νερά, ἐστραβοπατοῦσαν, ἔφευγον τρέχοντα. Ὠμοίαζον πολύ μὲ τοῦ ρεύματος τὰ καβούρια.

Ἔτρεχον ἐγὼ ἀπηλπισμένος κατόπιν των.

– Καρτερεῖτε κ᾿ ἐμέ!

Τοῦ κάκου. Ἔτρεχαν, ἔτρεχαν. Δὲν ἠμποροῦσα νὰ τοὺς φθάσω. Ἔκλαιον εἰς μάτην.

– Ἐσὺ δὲν εἶσαι γιὰ νὰ πιάνῃς καβούρια· εἶσαι γιὰ νὰ τρῷς χαράμια!

– Εἶσαι γιὰ τυφλοψώμια!

Ὠνόμαζαν οὕτω τὰ πρόσφορα, τοὺς ἄρτους τοὺς προσφερομένους εἰς τοὺς ναούς. Μὲ ἐμίσουν διότι ἤμην παπαδοπαῖδι. Ἐκεῖνοι ἦσαν τέκνα ναυτικῶν, πορθμέων, ναυπηγῶν, γεωργῶν. Οἱ πατέρες ἐθαλασσοπνίγοντο ἢ ἵδρωναν πολὺ γιὰ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί, καὶ οἱ υἱοὶ τὸ εἶχον διὰ καύχημα. Καὶ διὰ τοῦτο ἐμὲ μ᾿ ἐπεριφρονοῦσαν.

– Καρτερεῖτε κ᾿ ἐμένα!

– Νά! τώρα θὰ σὲ φᾶνε τὰ κρούσματα…