Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον τί ἠσθανόμην, ὁ φόβος τὸν ὁποῖον ἐδοκίμαζα, μετεῖχε θελγήτρου τινος, καὶ δὲν μὲ παρέλυε. Μοῦ ἤρεσκε τὸ χοροπήδημα ἐκεῖνο ἐπάνω στὸ σαμάρι, καὶ μ᾿ ἔτερπον καθ᾿ ὑπερβολὴν αἱ ἐναγώνιοι κραυγαὶ τῶν γυναικῶν. Ὁ πατήρ μου, ἔκφρων, ἔτρεχε, φορῶν μόνον τὸ ζωστικόν του, ἀσκεπὴς τὴν κεφαλήν, μὲ τὴν κόμην ἀνεμίζουσαν. Ὤ, ἐπίστευε τάχα ὅτι ἤμην ἄξιος τόσης μερίμνης; K᾿ ἐκολακευόμην ὅτι ἤμην πρᾶγμα πολύτιμον, φεῦ, τῆς πλάνης!
K᾿ αἱ γυναῖκες πάντοτε ἔκραζον:
– Παναγιά μ᾿! Παναγιά μ᾿!
Ἄχ! ἀπὸ πόσας συμφορὰς πόσον κόσμον νὰ ἔσωσεν ἡ εὐσεβής, ἡ αὐθόρμητος αὔτη κραυγὴ τῶν χριστιανῶν γυναικῶν!
Ὁ δρόμος ἔβαινε πάντοτε ἀνώμαλος κατὰ μῆκος τῶν δειράδων καὶ ποδιῶν τῶν λόφων. Δεξιόθεν ἦτο ἀνήφορος, ἀριστερόθεν κατήφορος, καὶ κρημνός. Διὰ τοῦ κρημνοῦ καὶ τοῦ κατηφόρου ἐκείνου ἔτρεχεν ἔξαλλος ὁ πατήρ μου. Ἐγώ, βλέπων ὅτι ἐσχηματίζοντο δεξιόθεν πολλοὶ ἐξέχοντες ὄχθοι, ἐνῷ ἐκαθήμην ἕως τότε περιβάδην, μετεκάθισα μονόπλευρα ἐπὶ τοῦ σάγματος, δεξιά, καὶ εἰς τὸν πρώτον ὄχθον, ἐπήδησα ἐλαφρὸς καὶ ἐστάθην σῶος καὶ ἀβλαβής.
Σελ. 12345678910111213141516171819