– Τώρα, πῶς θὰ γλυτώσῃς τὸ ξύλο; εἶπεν ἡ πρώτη. M᾿ ὅλο τὸ δίκιο, σοῦ πρέπει νὰ τὶς φᾶς…

– Σιώπα σύ, εἶπεν ἡ ἄλλη. Ἔλα κ᾿ ἐμεῖς θὰ σὲ γλυτώσουμε. Ἐμεῖς οἱ γυναῖκες, προσέθηκαν ἀπευθυνομένη πρὸς τὴν ἄλλην, γιατί ἔχουμε πλατιὲς ποδιὲς μὲ πολλὲς δίπλες, γιὰ νὰ γλυτώνουμε τὰ παιδιὰ ὅταν θέλουν νὰ τὰ δείρουν οἱ πατεράδες τους.

Καὶ αἱ δύο ἐκάγχασαν θορυβωδῶς καὶ τὸ ρεῦμα ἀντήχησεν ἀπὸ τοὺς φαιδροὺς γέλωτας.

– Δὲν τὸν ἀφήνει, εἶπα ἐγώ, ὁ Χαιρήμων μοναχὸς νὰ μὲ δείρῃ.

– Ποιὸς Χαιρήμων μοναχός; Τί λές; Εἶσαι στὰ καλά σου; Μὴν ἔπαθες τίποτε, καὶ χτυπήθηκες μὲς στὸ ρέμα;…

Ἔστρεψα τὴν κεφαλὴν καὶ ἔρριψα βλέμμα πρὸς τὸ ἐρείπιον τοῦ παλαιοῦ, ἐρήμου ἀσκητηρίου. Τότε ἐφοβήθην. Ἐσιώπησα.

Ὁ πατήρ μου ἔμεινε σύννους, ἀκούσας τὴν διήγησιν.

– Σκληροτράχηλος εἶσαι! μοῦ λέγει.