I. Εἴμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μέσ᾽ στὸν κυκεώνα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Κανεὶς δὲν περιμένει κάτι καλὸ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καμμιὰ ἐλπίδα δὲ χαράζει πουθενά. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ εἶναι βέβαια μιὰ θαυμάσια στιγμή.

II.

Θὰ πᾶμε μ᾽ αὐτὸ ποὺ ἀρχίζει γιατὶ ἔχουμε ὄρεξη νὰ ζήσουμε.

III.

Ὅσοι ἀγαποῦν τὴν Ἀττικὴ μὲ τὴν καρδιά τους, κι ὄχι συμβατικὰ καὶ σχολικά, τὴν ἀγαποῦν σὰ μιὰ γυναίκα, σὰ μιὰ ζωντανὴ ψυχή, σὰν ἕνα ζωντανὸ κορμί. Ἀγαποῦν σ᾽ αὐτὴν τὸ βλέμμα της, τὸν ἀέρα της, ἕνα ἀνεξάντλητο κόσμο ἀπὸ αἰσθήσεις, νεῦρα καὶ πάθη, μιὰ ψυχὴ ποὺ σπινθηροβολᾶ σὰν φωτιὰ κι ἀλλάζει σὲ κάθε στιγμή.

IV.

Τὴν ἔλλειψη ἀληθινῆς πνευματικῆς ἀνάπτυξης φανερώνει καλὰ κι ἡ ἔλλειψη ἀνοχῆς καὶ ψυχραιμίας ποὺ χαρακτηρίζει σχεδὸν πάντα τὶς ἑλληνικὲς συζητήσεις. Ὅταν ἐκδηλωθεῖ μιὰ διαφωνία, ἡ πρώτη δουλειὰ τῶν Ἑλλήνων διανοουμένων εἶναι νὰ ἀρνηθοῦν ὁλότελα τὴ σημασία τοῦ ἀντιπάλου.

V.

Κάθε Ἕλληνας, ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια του στὸν κόσμο, αἰσθάνεται πολὺ μεγάλη ὄρεξη νὰ ἱδρύσει κόμμα.

VI.

Νεανικὲς δυνάμεις, ἀδέσποτες, χαμένες, περιπλανιοῦνται μέσ᾽ στὴν ἀτμόσφαιρα, χωρὶς σκοπό. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς νέους δὲν ξέρει τί ἀκριβῶς θέλει, μὰ ὅλοι θέλουν μὲ δύναμη. Συντελεῖται τριγύρω μας, χωρὶς καθωρισμένο ἀντικείμενο, μὶα ἔνταση τῶν νέων θελήσεων. Ἕνας σπόρος ποὺ ρίχνεται σ᾽ ἕνα τέτοιο ἔδαφος μπορεῖ νὰ δώσει μιὰ μέρα ἀνέλπιστους καρπούς.