Είχε έρθει στο Καλύβι ένας άθεος μέχρι το κόκκαλο… Υποστήριζε εν τω μεταξύ όλη την σημερινή κατάσταση. Μαλώσαμε εκεί πέρα.

«Καλά, του λέω, κατάσταση είναι αυτή; Δικαστικοί να φοβούνται να δικάσουν, να κάνουν μηνύσεις για εγκληματίες και να τους απειλούν ό ένας και ό άλλος και να αναγκάζονται να τις αποσύρουν; Και τελικά ποιοί κυβερνούν; Σε αναπαύει αυτή ή κατάσταση; Υποστηρίζεις αυτούς; Εσύ είσαι εγκληματίας. Γι’ αυτό ήρθες; Άντε, φύγε από εδώ!». Τον έδιωξα.

— Γέροντα, δεν φοβάστε έτσι πού μιλάτε;

— Τι να φοβηθώ; Τον τάφο μου τον έχω ανοίξει. Αν δεν τον είχα ανοίξει, θα με απασχολούσε πού θα κουραζόταν ό άλλος να σκάψει. Τώρα θα χρειασθεί να ρίξει μόνο λίγους τενεκέδες χώμα…

— Έχω ύπ’ όψιν μου έναν άλλον άθεο, έναν βλάσφημο, πού τον αφήνουν στην τηλεόραση και μιλάει, ενώ έχει πεί τά πιο βλάσφημα λόγια για τον Χριστό καί την Παναγία. Δεν παίρνει καί ή Εκκλησία μιά θέση να άφορίση μερικούς. Αυτούς έπρεπε να τους άφορίζη ή Εκκλησία. Λυπούνται τον αφορισμό!

— Γέροντα, τι θα καταλάβουν με τον αφορισμό, αφού τίποτε δεν παραδέχονται;