XXV.

Ἡ ὀμορφιὰ τῆς σημερνῆς πρωτεύουσάς μας βρίσκεται σ᾽ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐξοργίζουν τοὺς φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ προκαλοῦν τὰ ἀναθέματά τους: στὸν παλμὸ μιᾶς νέας ζωῆς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἀνοίξει νέες κατευθύνσεις, στὸ ξαφνικὸ ξεχείλισμα νέων ὁρμῶν, ἀγνώστων ὣς χτές, ποὺ γυρεύουν τὴν κοίτη τους, στὴν ἀκατάστατη (στὴν ἀσυνάρτητη, ἔστω) ἀναζήτηση, στὴ νευρικὴ κίνηση τῆς πόλης, στὴν ἀνησυχία τῶν πνευμάτων.

XXVI.

Μᾶς ἀρέσει ὅμως αὐτὴ ἡ ἀκαταστασία ποὺ βασιλεύει στὴν πνευματικὴ καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωή μας γιατὶ εἶναι μιὰ κρίση τῆς ἀνάπτυξης.

XXVII.

Φαίνεται πὼς εἶναι δύσκολο γιὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ χαροῦν τὴ ζωή τους δίχως τὶς συμβουλὲς τῶν νεκρῶν.

XXVIII.

Ἡ δημιουργία δὲ συντελεῖται στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς. Συλλαμβάνεται μὲσ᾽ στὴν καρδιὰ τῆς ζωῆς καὶ χύνεται ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο σὰν ἕνα πλεόνασμα ζωῆς.

XXIX.

Ὁ στοχασμὸς ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὴ συνείδηση τῆς ἀτέλειας καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ πνεύματός τους καὶ στὴ διανοητικὴ μετριοφροσύνη. Ὅσο περισσότερο σκέπτεται κανείς, τόσο περισσότερο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς κοσμοθεωρίες καὶ τὶς ἀπόλυτες ἀρχές. Οἱ δογματικοὶ μικραίνουν τὰ ζητήματα γιὰ νὰ τὰ χωρέσουν μέσ᾽ στὸ δόγμα.