XXXVI.

Τί ἀνάγκη νὰ προσπαθήσουμε, νὰ ἀγωνιστοῦμε, νὰ ζήσουμε ἀφοῦ «τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸ Ρωμαίικο»; Τέτοιο εἶναι τὸ δίδαγμα ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὰ λόγια τῶν περισσότερων πνευματικῶν ὁδηγῶν μας. Ἡ σπουδαιότερη ἀσχολία τους εἶναι νὰ καταστρέφουν τὶς ἐλπίδες τῶν νεωτέρων τους καὶ νὰ συντηροῦν τὸ μαρασμὸ τῆς Ἑλλάδας.

XXXVII.

Ἡ νεοελληνικὴ ποίηση δὲν κατώρθωσε ποτέ, οὔτε στὶς πιὸ λαμπρὲς στιγμές της, νὰ χειραφετηθεῖ ὁλότελα ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ποὺ εἶναι (μὴν τὸ ξεχνοῦμε) τὸ τραγούδι τῶν ραγιάδων. Καὶ μέσ᾽ στὶς πιὸ ἡρωικὲς προσπάθειές της γιὰ τὴν κατάχτηση τοῦ κόσμου αἰσθανόμαστε νὰ λανθάνει ἡ ἀγάπη τοῦ θανάτου. Οἱ ποιητές μας ζοῦν βέβαια, ἀγαποῦν καὶ μισοῦν, ἐνθουσιάζονται, παλεύουν, μὰ ὅλοι κλαῖνε ὅταν μείνουν μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό τους.

XXXVIII.

Τὰ μόνα καθήκοντα τοῦ Κράτους τὰ σχετικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, εἶναι νὰ συγχρονίσει τὴν ἀναχρονιστικὴ ἐκπαίδευσή μας καὶ νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης. Ἂς μὴ τοῦ ζητοῦμε περισσότερο γιατὶ ὑπάρχουν πολλὲς πιθανότητες πὼς θὰ μᾶς κάνει νὰ μετανοήσουμε.